‘’Μην παρακαλάς και μην απολογείσαι. Όλα τα άλλα κάνε τα.’’ Ίσως έτσι να σκέφτηκε όταν άνοιξε την πόρτα και έφυγε. Απλά το έκανε. Πήρε δυο παντελόνια και κάτι μπλούζες, τα πέταξε μέσα στο σακίδιο, άρπαξε και δύο αγαπημένα CD, παρέα για τις νύχτες και έκλεισε την πόρτα αθόρυβα. Περπάτησε χαλαρά, μέχρι τη κοντινή λεωφόρο. Και να άκουγε φωνές δεν θα γύριζε. Η απόφαση είχε παρθεί. Το θέμα είχε τελειώσει.
Κάθε βήμα και μια ανάσα ανακούφισης. Μεγάλη Θεά η ανακούφιση. Δεν κοίταξε καθόλου πίσω. Συνέχισε να περπατά χαλαρά. Άρχισε να ζεσταίνεται από τον Ανοιξιάτικο ήλιο. Σταμάτησε σε ένα περίπτερο και πήρε ένα μπουκάλι νερό, ήπιε το μισό και το υπόλοιπο το έριξε στο κεφάλι. Έσταξαν τα μαλλιά δροσιά, ευτυχώς.
Περπάτησε έτσι χαλαρά, τρεις, τέσσερις ώρες. Το ηλιοβασίλεμα το είδε στο Σούνιο. Συνέχισε να περπατάει ενώ τα πόδια είχαν μουδιάσει. Το βράδυ έφτασε στο Λαύριο. Κοιμήθηκε στο λιμάνι.
Το επόμενο πρωί, μπήκε στο πλοίο και πήρε ένα καφέ από το μπαρ. Βγήκε στο κατάστρωμα καθώς το πλοίο απομακρυνόταν. Έτσι, αποχαιρέτησε.
Απάντησε στο κινητό. Ακούστηκε ψιθυριστά ένα “γιατί”. Δεν μίλησε, παρά πέταξε τη συσκευή στη θάλασσα. Θα ήταν άνιση η αναμέτρηση.
Δύο δευτερόλεπτα μετά, την κατάπιε ένα άσπρο κύμα. Δεν αντέχεται η αδιακρισία του κόσμου στη μοναξιά.