Όλα κυλούν πολύ ήρεμα στην καθημερινότητα. Ευτυχώς. Δεν είμαστε για να αντιμετωπίσουμε και τίποτα έκτακτο αυτή την εποχή. Εκείνη στη δουλειά από τις οκτώ το πρωί, επιστρέφει απόγευμα και τρέχει να μαζέψει τα παιδιά από το σχολείο. Εργάζεται, μας μαγειρεύει, μας ξεβρομίζει. Τι να ζητήσω παραπάνω. Μικρή την πήρα και κοντεύει να γεράσει μετά από δεκαπέντε χρόνια. Θυμάμαι τις διακοπές μας, στην Αμοργό το ενενήντα πέντε, είχαμε νοικιάσει ένα σκουτεράκι. Αν ανέβουμε τώρα και οι δυο επάνω θα μπατάρει. Άτιμα χρόνια, περνούν και παίρνουν μαζί και ένα κομμάτι σου. Σαν αυτές τις φωτογραφίες στο περιοδικό φόκους. Αυτές που σε τραβάει η δίνη του χρόνου προς τα πίσω και αλλοιώνεται η μάπα σου.
Κοιτάζω το βλέμμα μου κουρασμένο κάθε πρωί στον καθρέπτη του μπάνιου. Μια τρίχα μαύρη δεν μου έχει μείνει. Αρχίζω να ξυρίζομαι. Τι να ξυρίσεις. Το προγούλι τριμάρω λίγο, έτσι για να μη με τσιμπάει με το γιακά. Αν δεν φώναζε η γυναίκα μου θα τον είχα πετάξει τον κολοκαθρέπτη. Ένα απόγευμα, μπήκα στο μπάνιο αθόρυβα και άρχισα να τον ξεβιδώνω. Με είδε όμως η μεγάλη μου η κόρη και την φώναξε. Και τι δεν της είπα. «Δεν μπορώ ρε συ… περνώ μια φάση… να σου βάλω ένα πίνακα, έναν με νεκρή φύση που σου αρέσει». Τρόμαξε και μου έβαλε τις φωνές να πάω σε ψυχολόγο. Ίσως να έχει και δίκιο. Θα πάω, κάποια στιγμή, θα πάω.
Πέντε γεύματα την ημέρα και το προγούλι δεν φεύγει. Σαν τις γκόμενες κατάντησα για να μπορέσω να ρίξω την χοληστερίνη. Τη βγάζω με μήλα κάθε μέρα στη δουλειά και έχω απέναντι τους τριανταπεντάρηδες να τρέχουν σε γυμναστήρια και να γλεντούν τη ζωή. Εγώ δεν τη γλέντησα; Ε, ότι μπόρεσα. Όσο μπόρεσα. Ας μπορούσα και παραπάνω μωρέ αδελφέ τι τα σκεφτόμαστε αυτά τώρα. Αισίως θα κλείσω τα 55 την επομένη εβδομάδα. Νιώθω νέος, νιώθω ακμαίος. Εάν με άφηνε να κατεβάσω τον γαμοκαθρέπτη πάντως θα ένιωθα καλύτερα. Λέω να πατήσω πόδι – τι άντρας είμαι. Σκατά. Δεν αντέχω την γκρίνια. Κάποια στιγμή θα πατήσω πόδι.
Πάλι καλά που μας άφησε η μακαρίτισσα η μάνα μου το τριάρι στην Κυψέλη. Είναι ότι πρέπει για εμάς. Η γυναίκα μου καμιά φορά παραπονιέται για την περιοχή, σαν να έχει και τα δίκια της, αλλά να λέμε και ευχαριστώ που έχουμε το κεραμίδι μας. Μου λέει πως αρκούμαι με λίγα. Τι θα πει λίγα δηλαδή; Δεν σπουδάσαμε γιατροί και δικηγόροι για να έχει η μαντάμ και υπηρέτρια. Λέει δεν παίρνω αύξηση. Εδώ απολύουν. Ζηλεύω τους μανατζαρέους στην εταιρεία. Δεκαπέντε χρόνια στην ίδια εταιρεία, στην ίδια θέση, κάτω από τον τελευταίο κρίκο. Ίσως να άλλαζα εταιρεία. Να έπαιρνα μια καλύτερη θέση. Ο μισθός μου είναι σταθερός όμως και αυτό μου φτάνει. Ίσως αν πετύχω τον διευθυντή στις καλές του να ζητήσω αύξηση. Ίσως το κάνω. Θα του το πω μια μέρα, σίγουρα.
Καμιά φορά τα βράδια, ενώ είμαστε και οι δυο ξαπλωμένοι στο κρεβάτι, δεν κοιμάμαι. Κοιτάζω το ταβάνι. Ακούω την ανάσα της ήρεμη, το σώμα της δίπλα μου γερμένο στο πλάι αναζητά την ξεκούραση από το τρέξιμο της ημέρας. Εμένα πάλι το δικό μου ονειρεύεται την δράση. Ένα αυτοκίνητο γρήγορο ας πούμε. Μια Lamborghini. Κάθε άντρας δεν αξίζει ένα γρήγορο αυτοκίνητο; Λέω να της πω να νοικιάσουμε ένα γρήγορο αυτοκίνητο, να φύγουμε μόνο οι δύο μας για ένα τριήμερο κάπου. Θα της το πω. Όχι τώρα όμως. Ίσως τα Χριστούγεννα. Αν και θα μου άρεσε να φεύγαμε αύριο.
Το ρολόι στο κομοδίνο, τικ τακ τικ τακ τικ τακ. Κτυπάει τόσα χρόνια ακούραστο. Δεν έχει χάσει ένα δευτερόλεπτο να μην μετρήσει το γαμημένο.
Θα το πετάξω αύριο, θα της πω ότι χάλασε. Έστριψα πλευρό.