Μια φορά κι έναν καιρό ζούσε μέσα στα παραμύθια. Η ώρα του ύπνου ήταν η καλύτερή του. Χωνόταν γρήγορα – γρήγορα ανάμεσα στα αφράτα, πουπουλένια παπλώματα και τα μοσχομυριστά σεντόνια με τις παιδικές παραστάσεις, ενώ το ζεστό γάλα με μέλι που μόλις είχε πιει μονορούφι έκανε ακόμα θόρυβο μέσα στο στομάχι του σε κάθε του κίνηση. Καθώς όλα τα φώτα έσβηναν, με μόνη εξαίρεση το μικρό φωτάκι στο κομοδίνο δίπλα από το κρεβάτι, τα βιβλία άνοιγαν και η διήγηση ξεκινούσε. Με υπόκρουση τη φωνή της μαμάς σκιές άρχιζαν να σχηματίζονται στο ταβάνι του δωματίου και όλο το παραμύθι εξελισσόταν εκεί ακριβώς μπροστά στα μάτια του. Κάπου στη μέση της ιστορίας αποκοιμόταν αλλά ξυπνούσε πάντα στο τέλος και έβαζε τους μεγάλους να ψάξουν κάτω απ’ το κρεβάτι για τους κακούς των παραμυθιών. Αφού τον διαβεβαίωναν πως κανείς και τίποτα δεν κρυβόταν από κάτω, μόνο τότε μπορούσε πάλι να ξανακοιμηθεί. Ύστερα βέβαια από μια αγκαλιά και ένα φιλί. Ενώ στην περίπτωση που ήταν ανυπότακτος και αρνιόταν να κάνει ησυχία ο μοναδικός τρόπος για να πέσει για ύπνο ήταν η σκέψη και ο τρόμος πως έξω από το δωμάτιό του παραφυλούσε ο “κακός ο λύκος”. Τέχνασμα της καημένης της μητέρα του που είχε εντοπίσει τα τρωτά του σημεία και χτυπούσε στις αδυναμίες του για να επιβληθεί η τάξη.
Μια φορά κι έναν καιρό υπήρχε ένα μέρος στον κόσμο που μάζευε όλα τα φανταστικά και εξωπραγματικά πλάσματα. Ένα μέρος προσιτό μόνο από τις παιδικές ψυχές πλημμυρισμένες από αθωότητα. Ήταν μία γωνιά του πλανήτη όπου όλες οι ευχές και τα όνειρα μπορούσαν να πραγματοποιηθούν. Το κακό έβρισκε πάντα την τιμωρία που του άξιζε και κάτοικοί του ήταν ως επί τω πλείστον πριγκίπισσες και πρίγκιπες, βασίλισσες και βασιλιάδες. Κάπου κάπου έκαναν την εμφάνισή τους όντα του ζωικού βασιλείου από τα πολύ απλά, όπως ένας βάτραχος, μέχρι τα πιο σπάνια και φοβερά, όπως δράκοι που βρυχώνται και φλόγες να βγαίνουν από το στόμα τους και καπνοί από τα ρουθούνια τους. Οι μοίρες κλωθούσαν και έγνεφαν και αμέσως το παραμύθι αρχινούσε.
Μπορεί ένας δηλητηριασμένος καρπός να αφαιρούσε μία ζωή αλλά ένα φιλί ήταν υπερ-αρκετό για να φυσήξει πνοή και να αναστήσει τη ψυχή. Μπορεί κορίτσια φτωχά όπου η τύχη είχε κλείσει τα μάτια της, να περνούσαν μία ζωή ξαπλωμένες πάνω στις στάχτες, αποδέκτες της σκληρότητας και της κακίας των μεγάλων αδελφών αλλά έφτανε μία νεράιδα για να φτιάξει μία μεγάλη άμαξα που θα τις μετέφερε στο δικό τους ονειρεμένο κόσμο, στο δικό τους παραμύθι. Καθώς δεν υπήρχαν όρια, μήτε περιορισμοί, ούτε “μη” και “δεν” όλα ήταν δυνατά. Ακόμα και το να ερωτευτείς ένα “τέρας” ή έναν κλέφτη. Να απαρνηθείς τη φύση σου και το φυσικό σου περιβάλλον και να βγεις στην στεριά για νέες περιπέτειες. Υπήρχαν ιστορίες και περιπτώσεις για όλα τα γούστα και τις προτιμήσεις. Με δράση και κραυγάζουσες βόλτες μέσα σε δάση με μοναδικό συνεπιβάτη ένα σκοινί, με ηρωισμούς όπου η αγάπη για την πατρίδα και την οικογένεια αντικατοπτρίζονταν στον πόλεμο για την διασφάλιση των ιδανικών αυτών. Αλλά και εναλλακτικές ιστορίες που χτίζονταν χάρη στη φαντασία και τον αυτοσχεδιασμό των γονιών και μπορεί να περιλάμβαναν μονάχα ένα κορίτσι, τη γάτα του και τις περιπέτειές τους. Και για τους λίγο μεγαλύτερους υπήρχαν οι αντίστοιχοι ήρωες. Μικροί πρίγκιπες με την καρδιά ενός παιδιού ξέχειλη από αγάπη, ταξιδιώτες σε όλους τους γαλαξίες, διακατέχονται από μία διακαή δίψα για γνώση, ζωή και εξερεύνηση. Που μπορεί να ήταν μικροί αλλά ήξεραν να αγαπούν και να βλέπουν την ουσία γιατί κοιτούσαν με τα μάτια της καρδιάς.
Ξαναγυρνώντας νοερά στις εποχές εκείνες οι αναμνήσεις είναι θολές και ανακατεμένες με τους δράκους και τη Χιονάτη, με τα πλάσματα της φαντασίας και της πραγματικότητας. Οι νύχτες έχουν πάρει άλλο χαρακτήρα και τα παραμύθια έχουν δώσει τη θέση τους σε άλλου είδους νανουρίσματα. Η μητρική φωνή στάλαζε μέσα του σαν βάλσαμο αλλά πλέον διαβάζει ο ίδιος τα βιβλία του και ψάχνει μόνος του κάτω από το κρεβάτι. Διότι πλέον δεν τα έχει ανάγκη όλα αυτά. Έχει συλλέξει όλα τα στοιχεία των παραμυθιών που ζήλευε περισσότερο, τα έχει προσαρμόσει στα μέτρα του και τα ζει καθημερινά. Γιατί ποτέ δεν έπαψε να πιστεύει σε ξωτικά και νεράιδες. Εμφανίζονται τα βράδια στον ύπνο του. Επειδή έχει κάνει τη ζωή του παραμύθι.
Γιατί στην πραγματικότητα ο βάτραχος δεν μπορεί να μεταμορφωθεί σε πρίγκηπα και η χώρα των θαυμάτων με τα μαγικά φίλτρα πρόκειται για μια ουτοπία. Τουλάχιστον όμως το “παραμύθι”, το δικό σου, προσωπικό, παραμύθι δεν εξαφανίζεται μετά τις 00:00 το βράδυ.
Το νιώθεις;
Το ζεις;