Είχα πάντοτε μια ιδιότυπη σχέση με τον χρόνο. Ποτέ δεν τον αντιλαμβανόμουν όπως τον αντιλαμβάνονταν οι άλλοι, ούτε τον είχα ως περιοριστικό μέτρο των πράξεων μου. Αντιμετωπίζοντάς τον ως κάτι ρευστό και εξ ορισμού ατιθάσευτο, έβλεπα την τετριμμένη έννοια του “ελεύθερου χρόνου” ως μια χαριστική παραχώρηση που αφορούσε όσους δυστυχείς κρατούνταν δέσμιοι κανονιστικών ιδεοψυχαναγκασμών, ενώ η μόνη ελευθερία που βίωναν βρισκόταν σε αποσπασματικά κομμάτια “ζωής”, καθώς η καθημερινότητά τους ήταν μια μηχανική διεξαγωγή παραγωγής, μέχρι να τους παραχωρηθεί αυτή η “ανάσα” του ελεύθερου χρόνου. Παρακολουθούσα με αμήχανο χαμόγελο την καρατόμηση της ελευθερίας τους σε τμήματα: την “οργάνωση” της καθημερινότητας τους, της εβδομάδας τους, της ζωής τους ολόκληρης, ώσπου, η εξουσιαστική αυτή σχέση ασφυκτικού προγραμματισμού και υποτιθέμενων υποχρεώσεων, τους οδηγούσε στο να μην συνειδητοποιούν τι και γιατί είχαν ζήσει.
Αυτή η άνιση μάχη με τα ρολόγια συντελείται, γιατί η ζωή των περισσότερων διέπεται ακούσια από ένα σύνολο άγραφων νόμων, που ενώ οι ίδιοι δεν αντιλαμβάνονται, καταλήγει να τους χαλιναγωγεί σε μέγιστο βαθμό. Το σύνολο των άγραφων αυτών νόμων συντάσσεται από την παγιωμένη έξη της συνήθειας, η οποία αποτελεί το εκβιαστικό φορμαλιστικό καλούπι για την πορεία και τα βιώματα του κάθε ανθρώπου.
Έτσι, η κοινωνία περιμένει από τα μέλη της συγκεκριμένα πράγματα, σε συγκεκριμένες χρονικές περιόδους και το οτιδήποτε αποκλίνει, καταλήγει να στιγματίζεται με στερεοτυπική διάθεση. Για παράδειγμα, πρέπει κάποιος να παντρευτεί πριν μια ορισμένη ηλικία, γιατί αυτό είναι η παραδεδομένη και επικρατούσα αρχή. Αν υπήρχε η οποιαδήποτε αυθεντική αυτοβουλία στις ζωές των ανθρώπων, δεν θα βλέπαμε ούτε βιαστικούς γάμους, ούτε βεβιασμένες μακροχρόνιες μονογαμικές σχέσεις, ούτε αναπόφευκτα διαζύγια. Και αυτό είναι ένα από τα πολλά παραδείγματα για την εξουσιαστική σχέση της καθεστηκυίας τάξης, απέναντι στη ζωή των ανθρώπων.
Όταν αφαιρείς από έναν οργανισμό την υγιή νευρικότητα του αυθορμητισμού, όλα καταλήγουν ένας παθολογικός παροξυσμός συνήθειας. Ακόμα και σε περιπτώσεις που θα περίμενε κανείς οι άνθρωποι να λειτουργούν λιγότερο μηχανιστικά, όπως για παράδειγμα σε λειτουργικές φάσεις της θρησκείας τους (γάμοι, θρησκευτικές εορτές) διακρίνεται και πάλι αυτή η άβουλη δράση, από όντα που ακολουθούν πρότυπα συμπεριφοράς ή πιστεύουν σε έννοιες, χωρίς να συνειδητοποιούν το νόημα τους. Οι προτεραιότητες, το πως διαθέτει κανείς το χρόνο του, το που αφιερώνει τη ζωή του φτάνουν να καθορίζονται από αλλότριους και δυναστευτικούς παράγοντες ρημάζοντας το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης.
Οι άνθρωποι που γεννιούνται στις μέρες μας, γεννιούνται για να πεθάνουν, χωρίς να έχουν ζήσει στο ενδιάμεσο τίποτα παραπάνω από ψευδαισθήσεις, likes, ευτελείς διασκεδάσεις, επίπλαστες επιτυχίες, και προκαθορισμένους έρωτες, χαμένοι σε έναν θλιβερό περίπατο ετεροκαθορισμού και εξωγενούς περάτωσης. Η έννοια της αυτοσυνειδησίας και του υπαρξιστικού αυτοκαθορισμού κείτεται νεκρή δίπλα σε αυτά τα άψυχα ζωντανά κορμιά, που δεν ένιωσαν ποτέ την ανάγκη να ανακαλύψουν τον εαυτό τους, γιατί ποτέ δεν διεκδίκησαν έναν, σε αυτή τη μακρά πορεία τους από τους σταθμούς της κατασκευής “πολιτών”.
Η κοινωνικοποίηση, εντός των πλαισίων αυτής της κοινωνίας φάντασμα, καταντά βίαιη επιβολή της επικρατούσας συμπεριφοράς έναντι του αυθορμητισμού, μέσα από κενά νοήματος τελετουργικά ενηλικίωσης (σχολείο, δουλειά) που καθιστούν τους ανθρώπους μηχανικά άτομα και όχι προσωπικότητες. Ίσως γιατί έχουμε καταλήξει να ταυτίζουμε το ένστικτο και το έξω από την νόρμα, με κάτι που κινείται στα όρια του παράνομου και του μη επιτρεπτού. Ο αυθορμητισμός στιγματίζεται ως “ανώριμος”, ενώ η συμμόρφωση στην αβουλία της αγελαίας μάζας ως “ωριμότητα”.
Η κοινωνία, ενώ οφείλει εκ φύσεως να είναι ένα ζωντανός οργανισμός, καταλήγει – γνήσιο θύμα της μαζοποιημένης πλάνης των ανθρώπων- λείψανο ενός παντοτινού “πρέπει”, το οποίο επέζησε μονάχα μέσα από τις δικές μας ανασφάλειες. Ανασφάλειες που ποτέ δεν μας επέτρεψαν να δούμε τον κόσμο με τα δικά μας μάτια, χωρίς να επηρεαζόμαστε από τους άλλους.
Κάθε γενιά θα έπρεπε να διαγράφει τη δική της πορεία, αλλά αντί αυτού, παραδίδεται αμαχητί σε αυτό το υπερδύναμο “πρέπει”. Έτσι, ακόμα και έννοιες από τη φύση τους προσωπικά καθοριζόμενες, όπως η ευτυχία, ο έρωτας, ο πόνος, καταλήγουν προκαθορισμένα από την κοινωνία φορτία, έννοιες κενές, που δεν προσδιορίζεις εσύ ως ον που τις βιώνει, αλλά που τις έχει ήδη προσδιορίσει το κατακάθι των αιώνων που δεν έκανες τον κόπο να αποδιώξεις.