Ξυπνάς πιο νωρίς απ’ότι συνήθως και για κάποιο λόγο, τον οποίο αγνοείς, είσαι γεμάτος ενέργεια. Μη γνωρίζοντας προς τα που να την διοχετεύσεις, κάνεις κάτι πρωτόγνορο για τα δικά σου δεδομένα. Αποφασίζεις να ΠΕΡΠΑΤΗΣΕΙΣ μέχρι την δουλειά. Χωρίς αυτοκίνητο, χωρίς μετρό και λεωφορεία. Χωρίς κίνηση, κορναρίσματα, αναμονή στη στάση. Χωρίς σκυμμένα κεφάλια και κουρασμένα βλέμματα.
Στο δρόμο λοιπόν, συναντάς έναν άγνωστο-ας τον πούμε Δημήτρη- ο οποίος τραγουδάει. Κια μάλιστα αρκετά δυνατά ώστε να ακούγεται στους γύρω του. Δεν φοράει ακουστικά, δεν έχει παρέα. Είναι μόνος του, αυτός όπως κι εσύ. Εσύ βιάζεσαι να πας στη δουλειά σου, έχεις στο μυαλό σου ένα σωρο πράματα και αυτός τραγουδάει. Του ρίχνεις μια λοξή, γρήγορη ματία γεμάτη καχυποψία ή ακόμα χειρότερα δεν τον κοιτάς καθόλου. Στρέφεις το βλέμμα σου μακριά απο αυτήν την ξένη για σένα εικόνα, ενός ανθρώπου που τραγουδά στον δρόμο. ”Τρελός είναι” σκέφτεσαι. ”Δεν ντρέπεται να τραγουδά μεσ’τη μέση του δρόμου σαν χαζός…”. Δέκα βήματα αργότερα ρίχνεις μερίκες κλεφτές ματιές γύρω σου και αφού βεβαιώνεσαι πως δεν υπάρχει κανείς τριγύρω σου, αρχίζεις να τραγουδάς κι εσύ. Ψιθυριστά όμως. Δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να σε ακούσει κανείς. Πρέπει να παραμείνεις σοβαρός και καθωσπρέπει. Λίγο πιο κάτω συναντάς μερικούς πλανόδιους μουσικούς. Παίζουν κάτι μεταξύ μουσικής και ηχορύπανσης αλλά αυτό δεν φαίνεται να ενοχλεί καθόλου την άγνωστη νεαρή κοπέλα μπροστά σου. Ας την πούμε Ειρήνη. Προσπαθεί να χορέψει στον ρυθμό της μουσικής, αργά, χωρίς φιγούρες και γρήγορα βήματα. Απλώς λικνίζει το κορμί της όπως νομίζει η ίδια ότι ταιριάζει καλύτερα στην μουσική. Κοντοστέκεσαι για λίγο. Το ξέρεις πως πρέπει να πας στη δυλειά σου. Βιάζεσαι, δεν έχεις χρόνο για τέτοιες βλακείες. Παρ’όλα αυτά στέκεσαι ακόμα εκεί. Στέκεσαι και θαυμάζεις την Είρήνη, το χαμόγελό της. Ίσως και να την ζηλεύεις λιγάκι. Ίσως να ζηλεύεις την ελευθερία της, το γεγονός ότι εξωτερικεύει τα συναισθήματά της χωρίς να ντρέπεται, χωρίς να την νοιάζει τι θα πούν οι άλλοι. Απλώς χορεύει και αυτό την κάνει, έστω και για λίγο, ευτυχισμένη. Και το ξέρεις ότι εκείνη την στιγμή, η Ειρήνη είναι ευτυχισμένη. Το νιώθεις, το βλέπεις στα μάτια της. Λίγα δευτερόλεπτα αργότερα η νεαρή κοπέλα φεύγει, και ο νούς σου επανέρχεται στην πραγματικότητά σου. Πρέπει να πας στη δουλειά. Στο γραφείο, στο μαγαζί, στο ταμείο.
Φτάνοντας εκεί νιώθεις κάπως περίεργα. Το τραγούδι του Δημήτρη και ο χορός της Ειρήνης τριγυρνούν στο μυαλό σου. Σε ενοχλούν οι εικόνες αυτές γιατί διαλύουν την καθημερινότητά σου, την ρουτίνα σου.Σε εκνευρίζουν γιατί σπάνε τους κανόνενς κοινωνικής συμπεριφοράς που εσύ θεωρείς σωστούς και αξιοπρεπείς. Αποφασίεις λοιπόν να μην δώσεις επιπλέον σημασία και πέφτεις με τα μούτρα στη δουλειά. Πασχίζεις να πείσεις τον εαυτό σου ότι δεν ζηλεύεις. Καθώς όμως η μέρα προχωρά, καθώς κάθε κουδούνισμα του τηλεφώνου σου προκαλεί όλο και μεγλύτερη σύγχυση και καθώς τα παράπονα και οι απαιτήσεις του κάθε πελάτη εξαντλούν λίγο-λίγο την υπομονή σου, ασυναίσθητα η εικόνα του Δημήτρη και της Ειρήνης επιστρέφει στο μυαλό σου. Η ίδια εικόνα που προσπαθούσες διώξεις από την σκέψη σου, είναι αυτή που σου προσφέρει καταφύγιο από τη μιζέρια της στιγμής.
Σχολάς απ’τη δουλεία και γυρίζεις σπίτι. Πάλι περπατώντας, ελπίζοντας να συναντήσεις και πάλι τον Δημήτρη, την Ειρήνη ή άλλους ανθρώπους σαν κι αυτούς. Θέλεις να μάθεις από την ελευθερία τους, να μάθεις πως μπορείς κι εσύ να ξεφύγεις από τα καθιερωμένα. Να αποδείξεις, κυρίως στον εαυτό σου, πως η πραγματική ευτυχία βρίσκεται έξω από την σοβαροφάνεια και τους κανόνες συμπεριφοράς και πως μπορείς κι εσύ να την αγγίξεις. Κατανοέις πλέον πως όλα αυτά που νόμιζες ότι θα σε κάνουν ευτυχισμένο, η ρουτίνα σου, το αυστηρό πρόγραμμά σου, η απρόσωπη και μη δημιουργική δουλειά σου, η τηλεόρασή σου, ο καναπές σου, είναι στην πραγματικότητα αυτά που σου στερούν την ευτυχία που κυνηγάς.
Φτάνεις στο σπίτι σου. Δίχως καμία καθυστέρηση κλειδώνεις την πόρτα, κλείνεις τα παράθυρα, ανοίγεις το ράδιο και αρχίζεις να τραγουδάς. Όσο περνάει η ώρα, τραγουδάς όλο και πιο δυνατά. Σε λίγο αρχίζεις να χορεύεις. Εκτός ρυθμού, χωρίς παρτενέρ αλλά δεν σε νοιάζει. Οι ένοικοι του κάτω ορόφου ίσως να ενοχλούνται αλλά δεν σε νοιάζει. Στα μάτια του εαυτού σου, της καθημερινότητάς σου φαντάζεις γελοίος, καραγκιόζης αλλά δεν σε νοιάζει.Μαθναίνεις από την αρχή πως μπορείς να είσαι ελεύθερος απο τους περιορισμούς που εσύ ο ίδιος βάζεις στον εαυτό σου. Μαθαίνεις απο την αρχή να χαμογελάς με ειλικρίνεια.
Επιτέλους…