Εσείς γνωρίζετε με ποια κριτήρια επιλέγετε τη μουσική την οποία ακούτε?
Υπάρχουν σίγουρα κάποια γνωρίσματα κοινά στα περισσότερα μουσικά έργα στη σημερινή εποχή, ανεξάρτητα από το είδος στο οποίο ανήκουν. Ελληνική ή ξένη μουσική – λαϊκή, ποπ, ροκ, (εξαιρουμένης της τζαζ) αδιαμφισβήτητα έχετε παρατηρήσει ομοιότητες μεταξύ τους. Ποιες είναι όμως αυτές και γιατί υπάρχουν?
Χρήση απλών-κατανοητών μελωδιών. Σκεφτείτε την εισαγωγή της πέμπτης συμφωνίας του Μπετόβεν. Παγκοσμίως η δημοφιλέστερη! Κι όμως ελάχιστοι γνωρίζουν τη συνέχεια. Αυτό, γιατί η εισαγωγή αυτή στην πραγματικότητα αποτελείται από δύο μόνο νότες, αυτές των δυο πρώτων μέτρων. Το τρίτο και τέταρτο, προκύπτουν απλώς από την επανάληψη του μοτίβου σε άλλη βαθμίδα! Συνεχώς, όσο η μελωδία αυτή αναπτύσσεται· όσο το μοτίβο αλλοιώνεται και περισσότεροι φθόγγοι προσθέτονται, τόσο πιο περίπλοκο φαντάζει στο αφτί του ακροατή· του ανυποψίαστου ακροατή. Έτσι αντιλαμβανόμαστε, πως όσο πιο απλή είναι μια μελωδία τόσο πιο χαρακτηριστική και αρεστή γίνεται στο ευρύ κοινό.
Επανάληψη μήτηρ μαθήσεως! Είναι πλέον αποδεδειγμένο πως μαθαίνουμε καλύτερα ο,τι ακούμε-βλέπουμε ή διαβάζουμε ξανά και ξανά. Αντιστοίχως λοιπόν, το ίδιο ισχύει και στη μουσική. Όσο πιο πολλές φορές ακούσουμε μια μελωδία· ένα επαναλαμβανόμενο μοτίβο, τόσο πιο εύκολη καθίσταται η κατανόηση και επεξεργασία του από τον εγκέφαλό μας. Συνεπώς τόσο πιο οικείο και εύηχο μας ακούγεται. Δεν είναι τυχαία η δομή των περισσοτέρων σημερινών τραγουδιών. Συνήθως ως εισαγωγή υιοθετούν τη μελωδία που στο ρεφρέν επαναλαμβάνεται από τη φωνή ή κάποια άλλη χαρακτηριστική μελωδία. Ακολουθούν δυο όμοιες μεταξύ τους στροφές (κουπλέ) που ανάμεσά τους παρεμβάλλεται το ρεφρέν-το κυρίως θέμα δηλαδή, το οποίο έπειτα από μια -ανεξάρτητη από τις άλλες δυο στροφές- επαναλαμβάνεται δυο ακόμα φορές σηματοδοτώντας έτσι το κλείσιμο. Γιατί πιστεύετε η τζαζ και η κλασσική μουσική όσο προχωρά ο καιρός “χάνουν” όλο και περισσότερους ακροατές? Η μουσική στις μέρες μας έχει ταυτιστεί με τη διασκέδαση, οι άνθρωποι έχουν πλέον συνηθίσει ένα ευχάριστο και εύκολο σε αυτούς άκουσμα, έτσι όσον αφορά τα προαναφερθέντα είδη, η παρακολούθηση και συνεπώς κατανόησή τους μοιάζει δύσκολη· η ποικιλία συγχορδιών και εναλλαγών την καθιστούν δύσκολη. Οι πολλαπλές αυτές εναλλαγές κουράζουν το μυαλό αφού εισάγουν συνεχώς καινούρια μοτίβα χωρίς να έχει προηγηθεί (αλλά ούτε και έπεται συνήθως) η επανάληψη τους.
Θα έχετε σίγουρα πολλάκις παρατηρήσει πως το μεγαλύτερο μέρος των τραγουδιών έχει περιεχόμενο ερωτικό. Αναρωτηθήκατε ποτέ “γιατί?”. Αφενός μεν διότι η σύνθεση ενός αξιοπρεπούς έργου με κοινωνικό περιεχόμενο φαντάζει δύσκολη, αφετέρου δε διότι τέτοιου είδους κομμάτια δεν γίνονται εύκολα αντιληπτά από το ευρύ κοινό. Για παράδειγμα, δεν βιώνουμε όλοι τον ρατσισμό, συνεπώς ένα κομμάτι με το συγκεκριμένο θέμα, δεν “αγγίζει” όλους με την ίδια ένταση, άλλους ίσως καθόλου. Αντιθέτως, ο έρωτας και η αγάπη είναι για όλους, από την πιο μικρή έως την πιο μεγάλη ηλικία, από τα βάθη της ανατολής μέχρι τα πέρατα της δύσης. Αυτό ακριβώς “εκμεταλλεύονται” οι περισσότεροι τραγουδοποιοί. Λέξεις η φράσεις συναισθηματικά φορτισμένες προκαλούν το ενδιαφέρον των ακροατών, νοιώθουν πως κάτι τους θυμίζει, αφού είναι σχεδόν σίγουρο πως έχουν βιώσει κάτι παρόμοιο.
Μια συνηθισμένη σκέψη όταν ακούμε ένα τραγούδι είναι: “ Σα να γράφτηκε για εμένα!”. Αυτομάτως λοιπόν ο ερμηνευτής του, μας γίνεται αρεστός καθώς έχουμε την αίσθηση πως ταυτιζόμαστε με εκείνον. Όταν πρόκειται για ένα ξενόγλωσσο κομμάτι, δεν συνηθίζουμε να δίνουμε ιδιαίτερη προσοχή στους στίχους του με την πρώτη επαφή. Αν γνωρίζουμε τη γλώσσα στην οποία είναι γραμμένο υποσυνείδητα αντιλαμβανόμαστε το νόημά του. Αν πάλι όχι,μην ανησυχείτε! Ο ενορχηστρωτής του, έχει φροντίσει να κάνει όσο πιο κατανοητό γίνεται το περιεχόμενό του με την -ανάλογη με το θέμα του μουσικού έργου- επιλογή βαθμίδων και μελωδιών. Σύμφωνα με συγκεκριμένες μελωδικές και αρμονικές κινήσεις-πτώσεις και προσωρινές εναλλαγές τονικότητας, οι οποίες προσδίδουν στο κομμάτι μια ευχάριστη, λάγνα, λυπητερή αίσθηση, οργισμένη, μια αίσθηση του ανεκπλήρωτου ή του προσδοκώμενου (κ.λ.π)· ντύνοντας το έτσι με τις κατάλληλες αποχρώσεις, διαμορφώνονται τα περισσότερα σημερινά κομμάτια.
Κατανοείτε λοιπόν, πως κριτήρια ψυχολογικής φύσεως φαίνεται να είναι ιδιαιτέρως χρήσιμα στους δημιουργούς και μουσικούς παραγωγούς στην προσπάθειά τους να καταστήσουν προσιτό και αρεστό το έργο τους, σε όσο το δυνατόν μεγαλύτερο κοινό. Τα κριτήρια αυτά φαίνεται να έχουν καλά μελετηθεί από αυτούς. Έτσι βάση αυτών, δημιούργησαν τεχνάσματα για να υποβάλλουν το κοινό που εκείνοι δημιούργησαν, στη διαδικασία επιλογής της ίδιας της μουσικής τους. Είναι αλήθεια δύσκολο να ξεφύγει κανείς από την “ομηρία” τους, δημιουργώντας το δικό του προσωπικό στυλ ακουσμάτων και ορίζοντας τα δικά του κριτήρια.
Γνωρίζατε πως δεν επιλέγετε εσείς, μα η ψυχολογία σας?