«Κοίτα τον ουρανό και πες μου τι βλέπεις».
Κοίταξα ψηλά και προσπάθησα να δω αυτό που ήθελε να του πω ότι έβλεπα. Αρχικά, επικεντρώθηκα στα αστέρια. Να ήθελε, άραγε, να ακούσει πόσα πολλά ήταν ή πόσο λαμπερά;
«Είναι πανέμορφα».
«Τι βλέπεις, λοιπόν;»
Στάθηκα σιωπηλή, συνεπαρμένη από τη στιγμή. «Βλέπω πολλές αστραφτερές πυγολαμπίδες να ρίχνουν φως και να ομορφαίνουν το σκοτάδι». Τώρα ήταν η σειρά του να μείνει σιωπηλός.
Βρήκα την ευκαιρία να ρίξω και μια δεύτερη ματιά. Όσο και αν προσπαθούσα όμως το βλέμμα μου δεν ξεκολλούσε από αυτά. Αναρωτήθηκα μέχρι και για ποιο λόγο τα ζωγραφίζουμε όπως τα ζωγραφίζουμε∙ άλλοτε με πέντε γωνίες και άλλοτε με τέσσερις. Όποια και αν ήταν η πραγματική τους μορφή, στα μάτια μου έφταναν όπως στις παιδικές ζωγραφιές.
Πρόσεξα ένα χαμόγελο στο πρόσωπό του. «Ξέρω ότι προσπαθείς». Σήκωσε τους ώμους. «Αλλά μερικές φορές είναι πιο δύσκολο από όσο νομίζεις».
Δεν μπορούσα να τον καταλάβω, πάντοτε. Ήταν ένα πολύ περίεργο αγόρι. Διαφορετικό από όσα είχα γνωρίσει μέχρι τότε. Ίσως, γι’ αυτό μου άρεσε. «Ποιο;»
«Να ξεκολλήσεις από την πρώτη εικόνα. Είναι όλα τόσο φανταχτερά και όμορφα που σε τραβάνε σαν σειρήνες. Όπου και αν κοιτάξεις το τελευταίο σου βλέμμα θα το ρίξεις πάνω τους».
Όσες προσπάθειες και αν έκανα, είχε δίκιο. Κατέληγα να οδηγούμαι σε αυτά μαγεμένη, ανήμπορη να κοιτάξω οτιδήποτε άλλο.
«Εσύ τι βλέπεις;»
«Στην αρχή είδα ό, τι και εσύ».
«Στη συνέχεια;»
«Πρόσεξα ότι δεν είναι όλα αστέρια. Κάποια από αυτά είναι πλανήτες. Να αυτό το βλέπεις;»
Κούνησα το κεφάλι μου.
«Αυτό δεν τρεμοπαίζει. Έχει ένα σταθερό φως που δηλώνει πως δεν είναι αστέρι. Ίσως είναι η Αφροδίτη ή ακόμα και ο Δίας».
Ένα γέλιο ξέφυγε από το στόμα μου. Όχι, όμως, ικανό για να τον κάνει να σταματήσει.
«Και δεν είναι μόνο αυτό. Μπορώ να δω και άλλα. Να, πίσω από τα αστέρια και τους πλανήτες υπάρχει και κάτι άλλο!»
«Τι;»
«Σκοτάδι»
«Σκοτάδι», επανέλαβα δηκτικά.
«Ναι. Απλά τα άλλα σε τραβούν τόσο πολύ, που δεν μπορείς να δεις το προφανές».
«Το σκοτάδι»
«Ακριβώς. Γι’ αυτόν τον λόγο είναι εκεί. Για να σε μπερδεύουν».
«Εγώ νόμιζα, ότι ήταν εκεί για να φωτίζουν τις βόλτες μας το βράδυ και να μας υπενθυμίζουν ότι υπάρχουν πιο λαμπρά πράγματα φτιαγμένα από εμάς».
«Λάθος εκτίμηση. Είναι εκεί για να μας απορροφούν την προσοχή και να μην βλέπουμε αυτό που πρέπει να δούμε».
«Και ποιος ορίζει τι πρέπει να δούμε;» Όλη η ρομαντική ατμόσφαιρα είχε χαθεί. Αν αυτό που έβλεπε ήταν σκοτάδι, δεν είχα καμιά δουλειά μαζί του. «Οι άνθρωποι ξέρεις προσπαθούν συνήθως να βρουν μια ακτίνα. Εσύ κάνεις το αντίθετο. Γιατί;»
Γύρισε και με κοίταξε σαν να μην τον καταλάβαινα.
«Οι άνθρωποι δεν ψάχνουν παρά μόνο όταν χρειαστεί». Μείναμε για λίγο και οι δυο αμίλητοι. Έπειτα είπε: «Τι σε τράβηξε σε εμένα;»
Τι με τράβηξε σε εκείνον; Αναλογίστηκα. Ίσως, το ότι ήταν όμορφος ή το φωτεινό του χαμόγελο. Ίσως, το ανάστημα του. Όχι, σίγουρα το ότι ήταν… αλλιώς από τους άλλους. Τι ήθελε να ακούσει, όμως; Τον κοίταξα για ακόμα μια φορά.
«Μάλλον το ότι είσαι σοβαρός. Θέλω να πω, δεν δείχνεις από τους τύπους που την πέφτουν δεξιά και αριστερά ψάχνοντας για επιβεβαίωση». Ναι, αυτό ήταν σίγουρα.
«Πόσα πράγματα πέρασαν από το μυαλό σου, μέχρι να βρεις αυτό που αληθινά σου άρεσε πάνω μου;»
«Όχι πολλά», είπα ψέματα. «Εσένα; Τι σε τράβηξε σε έμενα;»
«Η καλοσύνη σου. Σπάνια βλέπεις κάποια που να σε κοιτάει και να κοκκινίζει όταν το βλέμμα σου πέφτει στο δικό της».
«Αλήθεια μόνο αυτό; Χαίρομαι. Συνήθως άλλα ακούω». Έμεινε για λίγο να σκέπτεται. «Αλλά τι σχέση έχει όλο αυτό με όσα λέγαμε πριν».
«Θα σου εξηγήσω. Αν έλεγα και εγώ και εσύ ότι μας τράβηξε η ομορφιά θα ήμασταν σαν τους άλλους. Θέλω να πω ότι η ομορφιά σου είναι ικανή να θαμπώσει και τον πιο έμπειρο κυνηγό. Οι άλλοι, δεν έχουν τη δύναμη να αποτραβήξουν τα μάτια τους από αυτό που τους κάνει την πρώτη εντύπωση και να δουν το παραπέρα. Απλά κοιτάνε το προφανές», είπε. «Εμείς όχι».