Η αρχαίοτητα, παρότι μοιάζει μακρυνή στα μάτια του σύγχρονου ανθρώπου, εξακολουθεί να ασκεί την γοητεία της και να οδηγεί σε αντιπαραθέσεις. Τα αρχαιολογικά ευρήματα προκαλούν το ενδιαφέρον όχι μόνο των αρχαιολόγων, αλλά και του κοινού, και δεν λείπουν οι θεωρίες, είτε βασίζονται σε τεκμήρια είτε είναι γέννημα και θέλημα της φαντασιακής σφαίρας και των προσδοκιών ενός λαού. Παρακάτω θα δούμε 4 σημαντικές αρχαιολογικές ανακαλύψεις στον ελληνικό χώρο από τις αρχές του 20ου αιώνα έως και στις μέρες μας και το μυστήριο που τις περιβάλλει. Δεν είναι τυχαία ευρήματα ούτε και αδιάφορα, καθώς προκαλούν την περιέργεια και τον στοχασμό των επιστημόνων και των απλών ανθρώπων. Τα συγκεκριμένα ευρήματα συνέβαλαν και συμβάλλουν στην απεικόνιση της σκέψης και της ζωής των αρχαίων ελληνικών πόλεων.
Μηχανισμός των αντικυθήρων
Το 1900 ανακαλύφθηκε το ναυάγιο ενός πλοίου κοντά στην θαλάσσια περιοχή του νησιού των Αντικυθήρων. Σύντομα ανεσύρθη, μαζί με άλλα ευρήματα, και ένα αντικείμενο το οποίο στην αρχή αγνοήθηκε. Έπρεπε να περάσουν 2 χρόνια έως ότου παρατηρηθεί από τους ιθύνοντες ότι είχαν στα χέρια τους έναν μηχανισμό γραναζίων προηγμένης για την εποχή του τεχνολογίας. Υπολογίζεται ότι ο επονομαζόμενος μηχανισμός των Αντικυθήρων κατασκευάστηκε στα μέσα του 2ου π.Χ. αιώνα, καθότι υπάρχουν ελληνικές επιγραφές επάνω στο αντικείμενο, που επιβεβαιώνουν το χρονικό πλαίσιο κατασκευής του.
Η μοναδικότητα αυτού του ευρήματος έγγειται στη χρήση του και το μυστήριο που το περιβάλλει. Από τις αρχές του 20ου αιώνα έως και σήμερα οι επιστήμονες έχουν αναπτύξει διάφορες θεωρίες σχετικά με την χρησιμότητα του. Αυτό στο οποίο συμφωνούν οι περισσότεροι είναι πως διαθέτει περίπλοκο μηχανισμό με γρανάζια και πιθανότατα να χρησιμοποιούνταν ως υπολογιστής της κίνησης των ουράνιων σωμάτων, της κίνησης της γης και της σελήνης και των εκλείψεων της σελήνης. Περαιτέρω έρευνες και ανακατασκευές του μηχανισμού συγκλίνουν στην παραπάνω θεωρία. Παρ΄όλα αυτά συνεχίζει να ασκεί μυστήριο και θαυμασμό στους επιστήμονες και εξακολουθούν να διεξάγονται έρευνες σχετικά με την κατασκευή και τη χρήση του. Μπορεί κάποιος να θαυμάσει αυτό τον μηχανισμό στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο της Αθήνας.
Το παλάτι της Κνωσού και ο Μίνωας
Καθώς φαίνεται, το 1900 ήταν μια πολυάσχολη χρονιά για τους αρχαιλόγους στον ελληνκιό χώρο, καθότι ήρθε στο φως το παλάτι της Κνωσού στην Κρήτη από τον Βρετανό αρχαιολόγο Σερ Άρθουρ Έβανς. Πρόκειται για το ανάκτορο στο οποίο στεγάστηκε κάποτε η βασιλεία του Μίνωα. Τα ανακτορικά χτίσματα είναι τόσο παλιά που μας πάνε πίσω στα νεολιθικά χρόνια. Ωστόσο, στην αρχαιότητα η Κρήτη αντίκρυσε τη μεγαλοπρέπεια της στα χρόνια του Μίνωα. Έχουν υπάρξει αμέτρητες θεωρίες και αμφισβητήσεις σχετικά με την ιστορικότητα του εν λόγω βασιλιά.
Μύθοι υποστηρίζουν ότι ήταν γιος του Δία και της Ευρώπης και διατηρούσε έναν λαβύρινθο στην Κνωσσό, όπου ήταν εγκλεισμένος ο θρυλικός Μινώταυρος. Επιπροσθέτως, ο τρόπος ζωής των Κρητών, με την ανέμελη και φιλειρηνική καθημερινότητα τους, όπως περιγράφεται στο βιβλίο The Middle Sea: A History of the Mediterranean του John J. Norwich μας θυμίζει την περιγραφή του Πλάτωνα στον Κρίτωνα περί του ιδανικού τρόπου ζωής των κατοίκων της χαμένης Ατλαντίδας που καταποντίστηκε. Ένας ευφάνταστος νους θα μπορούσε να αναρωτηθεί αν άραγε η μινωική Κρήτη, που χτυπήθηκε κάποτε από ένα τεράστιο παλλιροϊκό κύμα, που κατέστρεψε τις ακτές του νησιού, αποτελεί μια χαμένη Αντλαντίδα, που ξαφνικά χάθηκε χωρίς εμφανή σημάδια παρακμής ή εισβολής από κάποιον πολεμοχαρή λαό. Όπως και να έχει, πάντως, αυτό το μεγαλόπρεπο κτίσμα, που κάποτε απολάμβανε περιόδους αίγλης και μεγαλοπρέπειας, αποτελεί το σύμβολο μιας αλλοτινής εποχής που χάθηκε ανεπιστρεπτί και όπου πλέκονται αδιαχώριστα μύθος και πραγματικότητα.
Ο τάφος του βασιλιά Φιλίππου Β’ στη Βεργίνα
Στη δεκαετία του 1950-1960 ο αρχαιολόγος Μανόλης Ανδρόνικος έφερε στην επιφάνεια έναν αρχαιολογικό θυσαυρό μοναδικής αξίας. Στην σημερινή Βεργίνα του νομού Ημαθίας (τις αρχαίες Αιγές)βρέθηκε μια σειρά βασιλικών τάφων, που κατά τις πιο τεκμηριωμένες απόψεις, ανήκε στη δυναστεία των Μακεδόνων και χρονολογούνται στον 4ο με 3ο αιώνα π.Χ. . Η μεγαλύτερη, ωστόσο, ανακάλυψη ήταν ο τάφος του βασιλιά της Μακεδονιάς Φιλίππου του Β’, πατέρα του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Η άποψη αυτή ενισχύεται από την εύρεης της χρυσής λάρνακας που περιέχει τα οστά του νεκρού και φέρει τον ήλιο της Βεργίνας, οποίος αποτελεί το έμβλημα της δυναστείας των Μακεδόνων. Ήταν από τους λίγους τάφους που βρέθηκαν ασύλλητοι. Τα σενάρια όμως δεν έλειψαν σχετικά με το εάν ο νεκρός που βρέθηκε στον τάφο ήταν όντως ο διάσημος Μακεδόνας βασιλιάς ή όχι. Παρότι πολλοί, επιστήμονες και μη, έχουν εκφράσει διάφορες απόψεις, οι τελευταίες έρευνες της αρχαιολόγου του Α.Π.Θ. Χρυσούλας Παλιαδέλη το 2014 ενισχύουν την άποψη ότι ο τάφος ανήκει στον βασιλιά Φίλιππου τον Β’.
Ο τύμβος του λόφου Καστά
Για πρώτη φορά μετά από χρόνια η αρχαιολογία στην Ελλάδα συγκέντρωσε το ενδιαφέρον του κοινού και των ξένων Μέσων Ενημέρωσης. Στο εσωτερικό του λόφου Καστά στο χωριό Μεσολλακιά του νομού Σερρών μια ομάδα αρχαιολόγων και ανασκαφέων με επικεφαλής την Κατερίνα Περιστέρη ολοκλήρωσαν τις ανασκαφές που είχαν ξεκινήσει τη δεκαετία του 1950 από τον αρχαιλόγο Δημήτρη Λαζαρίδη. Το 2014 αποκαλύφθηκε ο μυστήριος τάφος που υπήρξε κρυμμένος για αιώνες. Υπολογίζεται ότι χτίστηκε τον 3ο αιώνα π.Χ. από τον αρχιτέκτονα Δεινοκράτη, προσωπικό φίλο του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Όπως ήταν αναμενόμενο, άρχισαν από πολύ νωρίς τα σενάρια σχετικά με το πρόσωπο που «φιλοξενούσε» ο τύμβος. Θεωρείται μεγαλόπρεπο ταφικό μνημείο, το μεγαλύτερο μέχρι στιγμής στην περιοχή των Βαλκανίων, με μια εντυπωσιακή είσοδο που «φυλάσσεται» από δύο αγάλματα σφιγγών. Αποτελείται από έναν προθάλαμο και κατόπιν ακολουθεί ο πρώτος θάλαμος, όπου δύο αγάλματα καρυάτιδων «επιβλέπουν» την είσοδο του δεύτερου θαλάμου, ο οποίος στο δάπεδο του φέρει ένα ψηφιδωτό, στο οποίο απεικονίζεται η αρπαγή της Περσεφόνης. Όμως ο τρίτος θάλαμος κρύβει το πραγματικό μυστήριο. Οι επιστήμονες ανέμεναν την εύρεση ενός σκελετού, όμως, αντί αυτού, βρέθηκαν αντιμέτωποι με περισσότερους σκελετούς, ανθρώπινους και μη.
Σε συσχετισμό με το άγαλμα του Λέοντα, που σήμερα βρίσκεται στην Αμφίπολη, και ο οποίος βρισκόταν στην κορυφή του Λόφου Καστά κατά την αρχαιότητα, ο Δ. Λαζαρίδης είχε εκφράσει την άποψη ότι ο τάφος ανήκε σε ένα σημαντικό στρατηγό του Μεγάλου Αλεξάνδρου, τον Λαομέδοντα. Ωστόσο άλλες απόψεις, που ακούγονταν εξίσου, αφορούσαν στο πρόσωπο του βασιλιά Κασσάνδρου, ο οποίος ανέλαβε το θρόνο μετά το θάνατο του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Επιπρόσθετα, η πιο δημοφιλής θεωρία που ταλάνιζε επιστήμονες και απλούς πολίτες και οδήγησε σε αντιπαραθέσεις ήταν αυτή που υποστήριζε πως ο τάφος ανήκει στον Μέγα Αλέξανδρο. Βεβαίως, με το πέρας των ανασκαφών, τα αμπομεινάρια από περισσότερους από έναν σκελτούς που βρέθηκαν, όπως αναφέραμε παραπάνω, περιπλέκουν την κατάσταση. Και παρότι οι θεωρίες περί τάφου του Μεγάλου Αλεξάνδρου εξασθενούν, το μυστήριο γίνεται ακόμη μεγαλύτερο σχετικά με την ταυτότητα των νεκρών του τάφου. Μένει να δούμε προσεχώς τι θα αποκαλύψουν οι περαιτέρω έρευνες.