Μπορεί ακόμα και σήμερα να ακούγεται περισσότερο ως ανέκδοτο, αλλά ήδη από το 1974 ο Gelles διαπίστωσε ότι οι άντρες σύζυγοι έπεφταν θύματα βίας σχεδόν με την ίδια συχνότητα όσο και οι γυναίκες. Το 1994 στις ΗΠΑ 167 χιλιάδες άνδρες κατήγγειλαν ότι είχαν δεχτεί σωματική βία από τις συντρόφους τους και πολύ περισσότεροι παραδέχτηκαν ότι έχουν βιώσει παρόμοια περιστατικά, αλλά δεν το ανέφεραν πουθενά, για να μην γελοιοποιηθούν.
Έτσι, τα φειδωλά επίσημα στοιχεία καταλήγουν ότι τουλάχιστον το 12,4% των ανδρών έχει δεχτεί φυσική βία από την επίσημη ή πρώην σύζυγο, ενώ το 4,6% ότι έχει πέσει θύμα ακραίων συμπεριφορών από τη γυναίκα, στις οποίες συμπεριλαμβάνονται κλωτσιές, μπουνιές, δαγκώματα, χρήση μαχαιριού ή όπλου (Straus, 1980). Το ανησυχητικό είναι ότι η χρήση βίας εκ μέρους των γυναικών σχεδόν διπλασιάζεται από δεκαετία σε δεκαετία.
Έρευνες σε νιόπαντρα ζευγάρια έδειξαν ότι πριν από το γάμο το 44% των γυναικών είχαν ασκήσει βία, 18 μήνες μετά το γάμο το ποσοστό ανέρχεται σε 36% και 30 μήνες μετά το γάμο το 32% δήλωσε ότι εξακολουθεί να καταφεύγει σε παρόμοιες συμπεριφορές. Παράλληλα, βρέθηκε ότι ενώ οι άνδρες έτειναν να μαλακώνουν με το χρόνο και τη συμβίωση, οι γυναίκες γίνονταν ολοένα και πιο επιθετικές.
Ο O’ Leary (1989) διαπίστωσε ότι στο 41-57% των περιπτώσεων αυτών, ο σύζυγος που δεχόταν επίθεση κατέφευγε σε βίαιη αυτοάμυνα, αλλά το υπόλοιπο 30- 40% δεχόταν τη βία παθητικά. Με επίγνωση ότι η παρούσα έρευνα είναι από τις πρώτες που ασχολούνται με το θέμα της ανδρικής κακοποίησης στην Ελλάδα και ότι αποτελεί θέμα ταμπού και για άνδρες και για γυναίκες, ενώ τα αποτελέσματα μπορούν να λάβουν πολλές ερμηνείες, παρουσιάζουμε τα κυριότερα ευρήματα.
Η έρευνα πραγματοποιήθηκε κατά το χρονικό διάστημα 2006-2008. Τα αντίστοιχα ποσοστά ψυχολογικής βίας, όπως δηλώθηκαν από τους άνδρες που εξετάστηκαν ξεχωριστά, ήταν: Παντρεμένοι 89,3%, σε συμβίωση 65,7%, διαζευγμένοι 93%, σε διάσταση 98%, αρραβωνιασμένοι 27,7% και σε απλή σχέση 54%. Οι γυναίκες φαίνεται να αναγνωρίζουν καλύτερα την φυσική παρά την ψυχολογική βία, όταν την ασκούν.
Έτσι από όσες εξετάστηκαν ξεχωριστά, οι παντρεμένες ανέφεραν ψυχολογική βία προς τον σύντροφό τους σε ποσοστό 31,5%, οι αρραβωνιασμένες 3%, όσες ήταν σε συμβίωση 26%, οι χωρισμένες 35%, οι εν διαστάσει 38,5% και όσες ήταν σε απλή σχέση 41%. Τέλος στα έγγαμα ζευγάρια που εξετάστηκαν μαζί, το ποσοστό ψυχολογικής βίας που αναφέρθηκε ήταν 78% εκ μέρους των ανδρών και 52,6% εκ μέρους των γυναικών. Ένα πολύ σημαντικό εύρημα είναι ότι η ψυχολογική κακοποίηση του άνδρα πολλές φορές δεν ασκείται αποκλειστικά από τη σύζυγο αλλά και από άλλα μέλη της οικογένειας καταγωγής της.
Έτσι από τους παντρεμένους άνδρες που εξετάστηκαν χωριστά το 76,8% δηλώνει ότι ψυχολογική βία δέχτηκε και από τη μητέρα, τον πατέρα ή άλλο μέλος της οικογένειας της συζύγου, ενώ συμφωνεί με αυτό το 57% των γυναικών. Οι άνδρες που πέφτουν θύματα κακοποίησης από τη σύντροφό τους βιώνουν θυμό (75%), συναισθηματική καταρράκωση (40%), κατάθλιψη και ταπείνωση (35%), τάση για εκδίκηση (25%), αίσθημα ότι είναι ευάλωτοι (23%), και φόβο ή ντροπή (15%).
Οι συνέπειες είναι ακόμα πιο έντονες στους νεαρούς άντρες: η εμπειρία μιας πρώιμης βίαιης σχέσης στιγματίζει τις μετέπειτα αλληλεπιδράσεις τους με το ασθενές φύλο και τους καθιστά πιο ευάλωτους σε μελλοντικά καταθλιπτικά επεισόδια και στην εμφάνιση ψυχοσωματικών συμπτωμάτων. Οι νεαροί άνδρες διατρέχουν πέντε φορές μεγαλύτερο κίνδυνο να υποστούν ψυχολογική κακοποίηση σε σύγκριση με τους μεγαλύτερους και κρίσιμες φάσεις της ζωής του ζευγαριού, (πχ. Συνταξιοδότηση, αλλαγή επαγγέλματος, απώλεια δουλειάς, χαμηλό εισόδημα, υπερωρίες, γέννηση παιδιών) θα επιτείνουν το φαινόμενο.
Έχει πλέον διαπιστωθεί ότι οι γυναίκες που βιώνουν οι ίδιες έντονες κοινωνικές και διαπροσωπικές συγκρούσεις, διαθέτουν μεταιχμιακή προσωπικότητα, καταναλώνουν υπερβολικές ποσότητες αλκοόλ, πάσχουν από κατάθλιψη ή κυκλοθυμίες έχουν μεγαλύτερες πιθανότητες να ασκήσουν ψυχολογική κακοποίηση στους συντρόφους τους. Η συμπεριφορά αυτή, κατά κανόνα, αντανακλά δικές τους εσωτερικές συγκρούσεις, παιδικά τραύματα ή ανασφάλειες.
Το ανδρικό στερεότυπο, που θέλει τον άνδρα ισχυρό, σίγουρο, ανεξάρτητο, αυτάρκη πλήττεται και αυτό προκαλεί έντονα συναισθήματα στον κακοποιημένο σύντροφο, ο οποίος, εάν το αναφέρει, θα αντιμετωπίσει σκεπτικισμό, έκπληξη και ειρωνεία. Το ερώτημα που γεννάται είναι γιατί οι σύντροφοι επιλέγουν να μείνουν με κάποιον που τους κακοποιεί σωματικά ή συναισθηματικά. Για τις γυναίκες η βιβλιογραφία αναφέρει ποικίλους κοινωνικούς ή πολιτισμικούς ρόλους, συναισθηματική εξάρτηση από το σύντροφο και φόβο ότι θα εκδικηθεί τον ενδεχόμενο χωρισμό.
Για τους άνδρες, οι οποίοι συνήθως έχουν και τα οικονομικά μέσα να χωρίσουν και ο κοινωνικός στιγματισμός δεν είναι τόσο έντονος, ο κυριότερος λόγος είναι η δέσμευση που συνεπάγεται ο γάμος. Μπορεί να ακούγεται περίεργο, αλλά δεν είναι συνήθως ο άντρας αυτός που επιλέγει να χωρίσει, αλλά οι γυναίκες. Ταυτόχρονα, η νομοθεσία είναι απόλυτα άδικη εις βάρος των ανδρών. Ο άνδρας θα αναγκαστεί να αλλάξει τρόπο ζωής, θα βλέπει τα παιδιά του υπό εξευτελιστικές και οριοθετημένες συνθήκες, τα οικονομικά του θα επιδεινωθούν. Ο ρόλος του άντρα γονιού επισκιάζεται εσφαλμένα από αυτόν της μητρότητας, οι επιπτώσεις ενός διαζυγίου επιβαρύνουν περισσότερο τους άνδρες και η βίωση του χωρισμού είναι πολύ εντονότερη.
Σε πανελλήνια έρευνα βρέθηκε ότι οι χωρισμένες γυναίκες είχαν πολύ υψηλότερα ποσοστά αυτοεκτίμησης σε σύγκριση με τους διαζευγμένους άντρες, οι οποίοι καθηλώνονταν για πολλά χρόνια στην τραυματική φάση του χωρισμού.
Τέλος, τα κοινωνικά στερεότυπα του ισχυρού φύλου θα αναγκάσουν τον κακοποιημένο άνδρα να υποστεί το σαρκασμό, τα πειράγματα και τη γελοιοποίηση, αν διανοηθεί να καταγγείλει το γεγονός. Είναι καιρός η κοινωνία μας να απαγκιστρωθεί από τα στερεότυπα όσον αφορά τα δύο φύλα και να επαναπροσδιορίσει το ρόλο τους με πιο ορθολογικά κριτήρια και λιγότερες υστερικές φωνές!