Κάτω στον γιαλό υπήρχε μια ξύλινη βάρκα. Ήταν παρατημένη εκεί κάμποσο καιρό και φαγωμένη από το σαράκι. Ήμουν σίγουρη πως αν την έριχνα στην θάλασσα θα βούλιαζε. Ο Κωστής μου είχε πει ότι δεν τολμάω να το κάνω. Δεν θα με άφηνε κιόλας δηλαδή, αλλά δεν τον αδικούσα.
Το είχα σκεφτεί πολλές φορές, αλλά καμία από αυτές δεν το τόλμησα. Όχι, για τους λόγους που πίστευε εκείνος, μην πνιγώ, αλλά γιατί δεν ήξερα αν άνηκε σε κάποιον. Πολλοί άνθρωποι είχαν συνήθεια να πετάνε διάφορα και μετά να τα αναζητούν και να σε κατηγορούν τάχα πως τους τα έκλεψες, ιδίως αν έπαιρνε το μάτι τους ότι τα είχες φέρει σε κατάσταση λειτουργική.
Καθόμουν με πλεγμένα χέρια και τον κοιτούσα διακριτικά. Δεν ήθελα να πάρει χαμπάρι πως κάτι ετοίμαζα μέσα στο κεφάλι μου. Σκεφτόμουν πως να τον πείσω. Ο αδελφός μου ο Κωστής ήταν περίεργο παιδί. Έπρεπε να τον πηγαίνεις με το ανάποδο. Αν του έλεγα ότι ήθελα να τη ρίξω, θα φώναζε τη μαμά και θα με μαρτυρούσε. Θα πήγαινα μόνη μου, αλλά αν με έπαιρνε κανένα μάτι και με κυνηγούσαν… δεν ήθελα να είμαι μονάχη, κορίτσι πράμα. Όπως και να το κάνεις ένας άντρας, ακόμα και αν φορά κοντά παντελόνια, είναι άντρας.
«Κωστή, τι καιρό είπε ότι θα κάνει σήμερα;»
«Ότι καιρό βλέπεις να κάνει τώρα», είπε λοξοκοιτώντας με.
«Όχου μωρέ!», είπα δήθεν απαυδισμένη. «Εννοώ, άκουσες αν θα είναι σαν εκείνες τις μέρες που ξυπνάς με ήλιο το πρωί και κοιμάσαι με μπουμπουνητό;»
«Όχι, δεν θα είναι», είπε ξερά συνεχίζοντας να σκαλίζει προσηλωμένος ένα ξύλο με τον σουγιά. «Γιατί ρωτάς;»
«Έλεγα, μήπως κατεβαίναμε στον γιαλό να κολυμπήσουμε. Ίσως, θα μπορούσαμε να μαζέψουμε και γαρίδες για να ψαρέψουμε το απόγευμα».
«Αφού είμαι αλλεργικός στα ψάρια».
«Στο να τα τρως, όχι να τα ψαρεύεις».
«Και γιατί να το κάνω, άμα είναι να μην καταλήξουν στο στομάχι μου;»
«Πολύ παράξενος είσαι βρε παιδί μου. Άσε θα πάω μόνη μου». Σηκώθηκα απότομα και έκανα να φύγω.
«Στάσου!», πετάχτηκε. Το βλέμμα μου στράφηκε προς το μέρος του. Περίμενα να σηκωθεί από το σκαμνί και να με ακολουθήσει. Αντί γι’ αυτό σχημάτισε ένα ελαφρύ χαμόγελο και είπε: «Μην πας στα βαθιά και πνιγείς».
«Άντε να πας να χαθείς», του πέταξα. Καθώς έμπαινα μέσα να αλλάξω, τον άκουσα να γελάει. Ήμουν λιγάκι νευριασμένη που δεν κατάφερα να βρω κάτι πιο δελεαστικό για να τον ξεκουνήσω. Πήρα τον χρόνο μου και φόρεσα το μαγιό μου. Έβαλα σαγιονάρες, αλλά δεν έριξα κάτι από πάνω. Άλλωστε, πέντε λεπτά από το σπίτι ήταν ο γιαλός. Γέμισα μια μικρή τσάντα με τα απαραίτητα και βγήκα έξω.
«Τι είναι αυτό;», ρώτησε ο Κωστής.
«Αυτό;», έκανα δείχνοντας την τσάντα.
Ένευσε. «Μερικά σάντουιτς για τον δρόμο». Κάνοντας να φύγω, παρατήρησα τον σουγιά του Κωστή και μου ήρθε μια ιδέα. Πώς δεν το είχα σκεφτεί νωρίτερα; «Το σουγιά σου τον θες;», ρώτησα. Σταμάτησε να σκαλίζει και με κοίταξε απορημένος. «Έλεγα να κόψω καλάμια και να στήσω μια ψευτοκαλύβα στην παραλία», αποκρίθηκα. Σηκώθηκε από το σκαμνί, ήρθε κοντά και μου πήρε την τσάντα με τα σάντουιτς από τα χέρια.
«Αυτό ναι! Ακούγεται πιο διασκεδαστικό!»
Καθώς ο Κωστής προχωρούσε μπροστά, ένιωσα περήφανη που είχα σκεφτεί ότι δεν θα μπορούσε να αρνηθεί οτιδήποτε είχε να κάνει με κατασκευές. Τον είχα εκεί που ήθελα. Έμενε μόνο, να ρίξουμε τη βάρκα στη θάλασσα.
Η άμμος ήταν καυτή. Οι πατούσες μου είχαν τσουρουφλιστεί και αναγκαζόμουν κάθε τόσο να τρέχω να βρέχω τα πόδια μου. Οι σαγιονάρες για κακή μου τύχη είχαν κοπεί στα μισά της διαδρομής, όταν γλίστρησε το πόδι μου από τον ιδρώτα και από την πίεση το λουράκι κόπηκε. Σκούπισα το μέτωπο και τα αναψοκοκκινισμένα μάγουλά μου και επέστρεψα στον Κωστή που μετέφερε τα καλάμια που είχαμε κόψει.
Και τι τώρα έπρεπε να φτιάξω καλύβα; Ξεφύσησα που δεν είχα σκεφτεί πως θα ξέφευγα από αυτό το σημείο του σχεδίου μου και έβαλα ένα χέρι στο δέσιμό τους. Εκείνος μου έλεγε τι να κάνω και εγώ εκτελούσα. Κατά διαστήματα βουτάγαμε στα νερά για να μην ψηθούμε.
«Τι κοιτάς; Πάλι αυτό το σαράβαλο;»
«Σκέφτομαι ποιου να είναι άραγε».
«Και εσένα τι σε κόφτει;»
«Απλά έλεγα ότι ίσως… θα μπορούσαμε να την επισκευάσουμε. Βέβαια, δε νομίζω ότι έτσι όπως είναι φτιάχνεται, αλλά…»
«Φτιάχνεται!», βιάστηκε να πει ενθουσιασμένος με την προοπτική να μαστορέψει.
Μπίνγκο! Τόσες φορές είχαμε κατέβει στη θάλασσα και καμιά δε μου είχε κόψει. Μετά την επισκευή θα τον έπειθα για μια δοκιμή και δεν θα μπορούσε παρά να πει ναι, προκειμένου να επιβεβαιώσει ότι είχε κάνει καλή δουλειά. Τον κοίταζα πολύ ώρα να παλεύει μαζί της. Είχε αλωνίσει την παραλία από την μια άκρη ως την άλλη δέκα φορές ψάχνοντας για οτιδήποτε θα του ήταν χρήσιμο, από παλιά πανιά, ξύλα, πρόκες, πέτρες που θα χρησίμευαν σαν σφυρί και την τριγυρνούσε.
Μετά από κάμποση ώρα ήταν έτοιμη! Ακόμα ξεχαρβαλωμένη, αλλά μπαλωμένη. Ετοιμαστήκαμε να τη ρίξουμε. Τα μάτια του Κωστή έλαμπαν πιο πολύ από τα δικά μου. Ανυπομονούσε να τη δοκιμάσει και εγώ να την κουμαντάρω. Ανεβήκαμε πάνω, άτσαλα από τη βιασύνη μας, και καθίσαμε αντικριστά. Χρησιμοποιήσαμε τα χέρια μιας για κουπιά για να ξεμακρύνουμε λιγουλάκι. Είχε πλάκα. Επιτέλους ήμουν εκεί! Τα χαχανητά μας απλώθηκαν σε όλο το γιαλό.
Ύστερα από τρία λεπτά όμως, ένιωσα δροσιά στα πόδια μου. «Νερό!» Τον κοίταξα απογοητευμένη και εκείνος μου ανταπέδωσε το βλέμμα. Πηδήξαμε από τη βάρκα και την σπρώξαμε στα βαθιά να πλέει μονάχη της… μέχρι που σταματήσαμε πια να την βλέπουμε.