Εθνική επέτειος, μέσα σε μέρες… ύποπτες για εθνικές κορώνες, στρατούς και πολεμικά έπη. Μέρες που οι έμποροι ελπίδας, φόβου και ανέξοδης εθνικοφροσύνης περιμένουν πώς και πώς για να προσηλυτίσουν κι άλλους απελπισμένους και αδύναμους σε κηρύγματα μίσους κι αλυτρωτισμού. Μέρες που όλοι αυτοί οι θλιβεροί πλασιέδες φτιασιδώνονται, πιάνουν πόστο κι αραδιάζουν την πραμάτεια τους. Για τον εθνικόφρονα δικτάτορα, για τους μαχητές της ελευθερίας στα βουνά, για τον ασταμάτητο Ελληνικό Στρατό και τ’ ανδραγαθήματά του στα παλιά μονοπάτια της Μεγάλης Ελλάδας που χορτάριασαν μετά το ’22, ακόμα και για τον σιδερόφρακτο κατακτητή και την μεγαλειώδη μηχανή του,
Πραμάτεια ίδια, σε διαφορετικό περιτύλιγμα μόνο, πασπαλισμένη από κούφια λόγια γύρω απ’τα όνειρα, τις ελπίδες και τις πράξεις μεγαλείου απλών ανθρώπων, που δήθεν έγιναν στο όνομα του ενός ή του άλλου σκοπού, της Μεγάλης Ιδέας που εκπροσωπούν. Ή καλύτερα αντιπροσωπεύουν. Μιας ιδέας-φράκτη ανάμεσα σ’ εμάς κι εκείνους που πάντα θα την επιβουλεύονται, μιας ιδέας φτιαγμένης για να μαντρώνει κοπάδια ψυχών και τίποτε παραπάνω.
Τσόρτσιλ, Στάλιν ή μήπως Χίτλερ; Για ποιον πολέμησαν οι παππούδες μας; Ποιο υψηλό ιδανικό τους όπλισε τα χέρια και τους έστειλε να παίξουν κορώνα-γράμματα της ζωής τους; Σκέψου απάντησε, διάλεξε.
Με δυο παππούδες στο μέτωπο, στο δικό μου σπίτι, όπως και στα περισσότερα αυτού του τόπου, τέτοιοι πραματευτάδες δεν πρέπει να ξαναμπούν ποτέ ξανά, αν μπήκαν κάποτε. Γιατί είναι από εκείνα τα σπίτια που την Ιστορία την έγραψαν πράξεις κι όχι η προπαγάνδα των μεγάλων του κόσμου και των πρακτορίσκων τους. Σπίτια με ιστορίες απλών ανθρώπων που έδωσαν την νιότη, την αρτιμέλεια, την ζωή τους, για γιους που είδαν για πρώτη φορά τον πατέρα τους μετά το τέλος του πολέμου, για σπίτια που στέναξαν από την πείνα κι αδέλφια που σκοτώθηκαν από αδέλφια. Για δωσιλόγους και μαυραγορίτες που άρπαζαν ό,τι έβρισκαν μπροστά τους, πράματα κι ανθρώπους και μια Απελευθέρωση που δεν έμελλε να έρθει ποτέ, παραμερίζοντας στη θέση του Εθνικού Διχασμού των ταγματασφαλιτών και των ΕΑΜοβουλγάρων.
Είναι από τα πολλά εκείνα σπίτια που πάντα έδιναν το καλύτερό τους, τον ανθό τους για τα χώματα που πατούν. Με φόβο καμιά φορά, αλλά και με την βεβαιότητα της ευθύνης και του κοινού σκοπού.
Κι αυτή είναι η κληρονομιά μας. Η μόνη κληρονομιά μας. Αυτή γιορτάζουμε την 28η. Γιορτάζουμε τα τρένα, τα τραμ, τις άμαξες, όλα φορτωμένα με κόσμο που πήγαινε στο μέτωπο με το χαμόγελο στα χείλη. Γιορτάζουμε τα παιδιά μιας κοινωνίας που δεν σκέφτηκε ούτε δεύτερη στιγμή να κάνει κάτι λιγότερο από το καθήκον της. Γιορτάζουμε τις μάνες που έστελναν τα παιδιά τους σε αβέβαιο ταξίδι για να προστατεύσουν τις εστίες, τον πολιτισμό και την αξιοπρέπειά τους.
Γιορτάζουμε για μια χώρα που κατόρθωσε να σταθεί στο ύψος της, την στιγμή που η Ιστορία της χτύπησε την πόρτα.
Σήμερα, η μεγάλη μας επέτειος έχει πάψει να είναι πια γιορτή, είναι κάλεσμα. Είναι φορτίο. Είναι προσκλητήριο μεγάλων αποφάσεων, όπως και τότε. Ένα προσκλητήριο που σημαίνει τα τελευταία χρόνια, όχι με σαλπίσματα, αλλά υπόκωφα τραντάγματα της γης μας.
Η πατρίδα μας καλεί να πολεμήσουμε για αυτή. Χωρίς όπλα, αλλά με δύσκολες αποφάσεις, σχεδόν αυτοκτονικές, που θα φέρουν σε κίνδυνο αν όχι την ίδια την ζωή, σίγουρα την όποια ευημερία μας. Που θα μας φέρουν πρώτους στο μέτωπο της μάχης, απέναντι στις επιθέσεις των εχθρών αλλά και τα ίδια μας τα λάθη. Έχοντας στο πλευρό μας συνανθρώπους, συμπατριώτες, συμπολεμιστές.
Κι αν χάσουμε, ας χάσουμε όλοι μαζί, με τ’ όπλο στο χέρι.
Και θά ’ναι σπουδαία μέρα κι αυτή, ακριβώς όπως και τότε.
Χρόνια μας πολλά!