Ο Ντίνος Χριστιανόπουλος είναι ένας ποιητής αμφιλεγόμενος. Οι απόψεις που θα ακουστούν γι΄ αυτόν είναι πολλές και η αλήθεια δεν βρίσκεται κάπου στη μέση. Τον Χριστιανόπουλο ή θα τον μισήσεις ή θα τον λατρέψεις. Δεν είναι άνοστος. Ποτέ δεν ήταν.
Ο κόσμος του Χριστιανόπουλου περιλαμβάνει την μητέρα του, προλετάριους νέους, φιλόδοξους συν ατάλαντους ποιητές,τραβεστί, ιερόδουλες, αγίους, ρεμπέτες, τους φίλους του. Ο βασικός κορμός των ποιημάτων αναφέρεται σε αυτούς.
Βασική ιδιότητα του Χριστιανόπουλου είναι η σκηνοθετική προσαρμοστικότητα και επειδή είναι ίσως ένας όρος που δύσκολα θα μπορούσε να γίνει κατανοητός, νομίζω πως πρέπει να γίνει μια περαιτέρω ανάλυση. Με την πρώτη ματιά οι περισσότεροι θα έλεγαν πως ο Ντίνος Χριστιανόπουλος είναι απλά ένας βιωματικός, ερωτικός ποιητής. Ναι, ίσως να είναι και αυτό.
Μέσα από το ποιητικό του έργο, δημιουργεί σκηνές που θα μπορούσαν με εύκολο τρόπο να δραματοποιηθούν. Πολλές φορές το επιχειρεί ο ίδιος ο ποιητής. Χαρακτηριστικό παράδειγμα από τα πεζά ποιήματα, το ποίημα “στο Νεκροταφείο”.
{Ο Ντίνος Χριστιανόπουλος πηγαίνει στο νεκροταφείο για να αποθέσει μερικά λουλούδια και να φροντίσει τον τάφο της μητέρας του. Εκεί συναντά έναν θηλυπρεπή ομοφυλόφιλο, μια “αδερφή από αυτές που χρόνια συναντούσε στον Βαρδάρι” και μεταξύ τους εκτυλίσσεται ένας διάλογος.}
Το ποιητικό αυτό γεγονός ίσως μόνο του δεν έχει να πει και πολλά. Όμως,από το τίποτα δημιουργεί μια συνθήκη, μια αρχή που όλοι(;) θα ήθελαν να μάθουν την συνέχεια. Η ποίηση του Ντίνου Χριστιανόπουλου είναι ποίηση ντοκυμανταίρ, λαογραφική. Ο αναγνώστης παίρνει ένα σωρό πληροφορίες για τις συνθήκες της εποχής εκείνης όσον αφορά την ζωή μιας μειονότητας που το σύστημα ποτέ δεν αγκάλιασε και φυσικά ποτέ δεν αναγνώρισε.
Το πιο χαρακτηριστικό ίσως ποίημα του που μας δίνει μια σαφή και ολοκληρωμένη άποψη σχετικά με την ζωή στη Θεσσαλονίκη είναι ένα από τα πεζά του με τίτλο “Βαρδάρι 1977”. Στο συγκεκριμένο ποίημα θα μπορούσαμε να πούμε πως επιτελείται μια σπουδαία χαρτογράφηση της περιοχής του Βαρδάρι. Ξεκινά με μια παρομοίωση. “Σα στολισμένο σαλονάκι” που αμέσως φέρνει στο μυαλό συνειρμούς σχετικούς με οίκους ανοχής. “Το Βαρδάρι” ανοίγει τις πόρτες του για “λογιώ λογιώ” κόσμο. Ο θίασος αποτελείται από ένα ψηφιδωτό ατόμων.
“Τα φαντάρια του, τις οικοδέσποινες αδερφές” που “τα φιλεύουν κουνήματα και χαρτζιλίκια”. Εδώ θα μπορούσαμε να πούμε πως ίσως γίνεται μια νύξη για την ποιότητα των ερωτικών σχέσεων μεταξύ των ανδροπρεπών φαντάρων και των θηλυπρεπών ομοφυλόφιλων. Εφόσον υπάρχουν χαρτζιλίκια επιτελείται ένα είδος κεκαλυμμένης πορνείας. Εντοπίζεται ένα παιχνίδι στερεοτύπων, ταυτοτήτων, ρόλων.
Εκτός αυτών περιγράφονται και οι “μοναχικοί τύποι” που περπατούν στις γύρω περιοχές,στα “πέριξ” και “βολεύονται κατά τα γνωστά”. Είναι εκείνοι οι άνθρωποι που ίσως βγαίνουν να ψάξουν ερωτικό σύντροφο στα κρυφά, θολωμένοι από τα συμπλέγματα και τον πουριτανισμό της κοινωνίας.
Ο Χριστιανόπουλος είναι ένας μάστορας και μαιτρ της σκηνοθεσίας. Δημιουργεί σταδιακά ατμόσφαιρα και μεταφέρει τον αναγνώστη στην εποχή εκείνη, τον ωθεί να βιώσει όσα βίωσε και ο ίδιος. Χωρίς καν να προσπαθήσει.