Απομένει ένας μήνας για την πολυαναμενόμενη 88η απονομή των Όσκαρ στο Χόλιγουντ, αλλά η διοργανώτρια Ακαδημία καθώς και η η ίδια η τελετή βρίσκονται εδώ και μέρες στο στόχαστρο αρκετών ανθρώπων του κινηματογράφου, που την κατηγορούν, μεταξύ άλλων, για φυλετικές διακρίσεις στις υποψηφιότητες.
Η υπόθεση έχει λάβει ανησυχητικές διαστάσεις, με διαπρεπείς, έγχρωμους κυρίως, ηθοποιούς και σκηνοθέτες, όπως ο Σπάικ Λι και ο Γουίλ Σμιθ να κηρύσσουν μποϊκοτάζ στην τελετή απονομής, στεκόμενοι κυρίως στο γεγονός ότι ο τελευταίος δεν προτάθηκε για Όσκαρ για την ερμηνεία του στην ταινία Concussion, αφήνοντας για δεύτερη συνεχόμενη χρονιά τα βραβεία χωρίς έγχρωμο υποψήφιο στις βασικές κατηγορίες. Μεγάλα ονόματα του χώρου όπως ο Τζορτζ Κλούνεϊ έχουν επίσης εναντιωθεί στις επιλογές της Ακαδημίας, με τον τελευταίο να δηλώνει πως τα τελευταία χρόνια τα βραβεία έχουν κάνει «βήματα προς τα πίσω» στον τομέα της προώθησης και αναγνώρισης των μειονοτήτων. Ο (έγχρωμος) παρουσιαστής της τελετής Chris Rock έχει δεχθεί αρκετές πιέσεις για να παραιτηθεί από το ρόλο του, κάτι που φυσικά δεν έχει ξαναγίνει στα χρονικά των βραβείων.
Ο Κλούνεϊ, μάλιστα, όπως και η βραβευμένη με Όσκαρ ηθοποιός Lupita Nyongo, πήγε ένα βήμα παραπέρα και μίλησε και για ανισότητα στους ρόλους και την αμοιβή μεταξύ ανδρών και γυναικών στο Χόλιγουντ, καθώς και για τις λιγότερες ευκαιρίες που διαθέτουν οι γυναίκες ηθοποιοί συγκριτικά με τους άνδρες συναδέλφους τους, δηλώνοντας πως οι διαθέσιμοι γυναικείοι ρόλοι δεν παρουσιάζουν ιδιαίτερη ποικιλία, ενώ οι σημαντικοί ρόλοι για γυναίκες άνω των 40 ετών είναι «πρακτικά ανύπαρκτοι και λιγότεροι συγκριτικά ακόμη και με τη δεκαετία του 1930». Μ΄ αυτά τα λόγια αναζωπύρωσε και αυτό το μέτωπο κριτικής προς την Ακαδημία και την κινηματογραφική βιομηχανία γενικότερα, ένα μέτωπο που είχαν ανοίξει οι βραβευμένες με Όσκαρ ηθοποιοί Jennifer Lawrence και Patricia Arquette με παλαιότερες δηλώσεις τους.
Οι απόψεις ποικίλουν. Ένας άλλος έγχρωμος ηθοποιός, ο David Oyelowo (φωτό δεξιά), που υποδύθηκε τον Μάρτιν Λούθερ Κινγκ στο περσινό Selma (2014) και επίσης αγνοήθηκε από την Ακαδημία, δήλωσε ότι τα Όσκαρ δεν αντιπροσωπεύουν πια μεγάλη μερίδα του αμερικανικού έθνους. Η Σάρλοτ Ράμπλινγκ, από την άλλη, υποψήφια φέτος για το βραβείο Α΄ Γυναικείου Ρόλου, υποστήριξε πως η ποικιλομορφία δεν πρέπει να αποτελεί αυτοσκοπό και τα Όσκαρ υπάρχουν για να βραβεύουν τους καλύτερους και όχι για να κάνουν χάρες. Άλλοι άνθρωποι του χώρου και αναλυτές ισχυρίζονται πως η Ακαδημία δεν είναι κατεξοχήν υπεύθυνη για την απουσία έγχρωμων υποψηφίων και τη μειωμένη αναγνώριση γυναικείων ρόλων, απλώς αντανακλά τις ανισότητες που υπάρχουν στην αμερικανική κινηματογραφική βιομηχανία.
Η τελευταία άποψη είναι μάλλον και η πιο σωστή. Σίγουρα ο κύριος φταίχτης που οι ρόλοι για έγχρωμους και γυναίκες απουσιάζουν από τις μεγαλύτερες παραγωγές της χρονιάς, αυτή οφείλει να βραβεύει τους καλύτερους δε μπορεί να είναι η Ακαδημία και τα Όσκαρ. Από την άλλη, όμως, αν δεν αναγνωρίζονται στα Όσκαρ οι προσπάθειες αυτών των ανθρώπων, δεδομένου και του πρεστίζ που αυτά διαθέτουν, γιατί οι παραγωγοί και οι σκηνοθέτες να δημιουργήσουν τέτοιους ρόλους και να δώσουν ίσες ευκαιρίες, τη στιγμή μάλιστα που στις θέσεις αυτές η πλειοψηφία των λευκών ανδρών είναι ακόμη πιο συντριπτική απ΄ ότι στους ηθοποιούς;
Επίσης δεν πρέπει να ξεχνάμε πως τα Όσκαρ αποτελούν το σημαντικότερο κινηματογραφικό γεγονός της χρονιάς, και είναι λογικό οι πάσης φύσεως διαμαρτυρόμενοι να στρέφουν τα βέλη τους εκεί για να κερδίσουν την προσοχή, ακόμη κι αν το πραγματικό πρόβλημα βρίσκεται αλλού. Οι ρίζες του πηγάζουν φυσικά από τη βάση της βιομηχανίας που ονομάζουμε «Χόλιγουντ», που αποτελείται σχεδόν εξ ολοκλήρου από λευκούς άνδρες που δίνουν ευκαιρίες στις μειονότητες μόνο αν κριθεί απαραίτητο (αν οι ρόλοι δηλαδή σε μια ταινία αναπαράγουν τα πάσης φύσεως στερεότυπα, όπως στο πολυβραβευμένο 12 Χρόνια Σκλάβος).
Βέβαια μιλάμε για μια κατάσταση που επικρατεί από τις απαρχές της έβδομης τέχνης στις ΗΠΑ, και μάλλον πρέπει κανείς να βρίσκεται μέσα στο σύστημα για να κατανοήσει τις διαστάσεις της. Οι διαφυλετικές ανισότητες και αδικίες ταλανίζουν τις ΗΠΑ από την εποχή που οι μαύροι ήταν σκλάβοι στον Αμερικανικό Νότο, ενώ η ανισότητα μεταξύ ανδρών και γυναικών είναι ακόμη ένα θέμα που θίγεται τον τελευταίο καιρό στην Αμερική και όχι μόνο. Ηευρεία απήχηση στις ΗΠΑ της απαράδεκτης, κατά τη γνώμη μου, υποψηφιότητας του ρατσιστή και μισογύνη Ντόναλντ Τραμπ για την προεδρεία της χώρας αποδεικνύει πως το πρόβλημα εντοπίζεται στην αμερικανική κοινωνία γενικότερα και δεν απασχολεί μόνο τον κινηματογράφο.
Η αντίδραση της Ακαδημίας ήταν άμεση. Το οξύμωρο της υπόθεσης είναι πως πρόεδρος εκεί είναι μια μαύρη γυναίκα, η Cheryl Boone Isaacs (φωτό αριστερά), που παραδέχτηκε πως η κατανομή των μελών της Ακαδημίας είναι άνιση (92% λευκοί και 77% άνδρες, σύμφωνα με έρευνα των Los Angeles Times), και υποσχέθηκε αλλαγές στη διάρθρωσή της, ενώ στο τραπέζι τέθηκαν και σκέψεις για αύξηση των υποψηφιοτήτων στις βασικές κατηγορίες των Όσκαρ για να υπάρξει καθολική εκπροσώπηση και να μειωθούν οι διαμαρτυρίες.
Την περασμένη Παρασκευή, μάλιστα, η Ακαδημία ανακοίνωσε μια σειρά από μέτρα προς αυτή την κατεύθυνση. Συγκεκριμένα, η θητεία των μελών της μειώνεται από ισόβια σε δεκαετής, με κάθε μέλος να υποχρεούται να πληροί ορισμένες προϋποθέσεις προκειμένου να εξακολουθεί να απολαμβάνει τα πλήρη δικαιώματα μετά το πέρας της δεκαετίας. Επίσης, η εγγραφή νέων μελών δε θα γίνεται αποκλειστικά μετά από προσκλήσεις ήδη εκλεγμένων μελών, όπως σήμερα, αλλά μέσω μιας πιο οργανωμένης «αναζήτησης» μελών που, σύμφωνα με την πρόεδρο της Ακαδημίας, θα οδηγήσει στον διπλασιασμό των γυναικών-μελών, καθώς και των ατόμων που προέρχονται από μειονότητες μέχρι το 2020. Οι κανονισμοί αυτοί ισχύουν αναδρομικά και για τα ήδη υπάρχοντα μέλη, ενώ περιλαμβάνουν και αλλαγές στον τρόπο διοίκησης και λειτουργίας της Ακαδημίας.
Η αντίδραση του κοινού σ΄ αυτές τις εξαγγελίες ήταν θετική αλλά ελαφρώς μουδιασμένη. Ο δημοφιλής κωμικός Ντάνι Ντε Βίτο σημείωσε πως «ζούμε (οι Αμερικανοί) σε μια χώρα ρατσιστών και αυτό είναι το πρόβλημα», ενώ ένας από τους μεγαλύτερους αντιφρονούντες, ο Σπάικ Λι, επισήμανε πως ήταν μια σωστή κίνηση από την Ακαδημία, αλλά όχι αρκετή για να τον μεταπείσει να παρευρεθεί στην απονομή.
Όπως προανέφερα, το πρόβλημα δεν πηγάζει από τα Όσκαρ. Εάν όμως αυτά, με το τεράστιο κύρος τους, σκύψουν σ΄ αυτό, χωρίς όμως να κάνουν υπερβολικές παραχωρήσεις που θα αλλοιώσουν το νόημα της «βράβευσης των καλύτερων», ίσως ακολουθήσει συνέχεια. Το βράδυ της 28ης Φεβρουαρίου, ωστόσο, ίσως δούμε κι άλλα πρωτοφανή γι΄ αυτά γεγονότα εκτός από τη –διαφαινόμενη- βράβευση του Λεονάρντο Ντι Κάπριο…