Η τελευταία superhero ταινία της χρονιάς έρχεται κι αυτή από τη Marvel, αποτελεί την αρχή ενός καινούριου franchise και υπόσχεται να εμφανίσει κάτι διαφορετικό, πιο εκλεπτυσμένο απ΄ αυτά που μας έχει συνηθίσει ο κολοσσός των ταινιών αυτών. Μια υπόσχεση που, παρά την προσπάθεια του Benedict Cumberbatch, δυστυχώς μένει στη μέση…
Doctor Strange (2016) – Superhero film, 115΄
Σκηνοθεσία: Scott Derrickson
Σενάριο: Jon Spaihts, C. Robert Cargill & Scott Derrickson
Πρωταγωνιστούν: Benedict Cumberbatch, Chiwetel Ejiofor, Rachel McAdams
Ένας από τους πιο ποιοτικούς ηθοποιούς της γενιάς του, ο 40άρης Cumberbatch (Sherlock, Imitation Game) αναλαμβάνει να ενσαρκώσει ίσως τον πιο ανθρώπινο σούπερ ήρωα της Marvel. O Dr. Strange δεν είναι παρά μια παραλλαγή του House, ένας ικανότατος, επιτυχημένος αλλά μισάνθρωπος και αλαζόνας νευροχειρουργός, που εξαιτίας ενός τροχαίου αποκομίζει σοβαρά τραύματα στα χέρια που τελειώνουν πρόωρα την καριέρα του. Απελπισμένος μαθαίνει για έναν πρώην ασθενή συναδέλφου του που θεραπεύτηκε από ακόμη σοβαρότερα τραύματα, και μέσω αυτού καταλήγει σε μια μυστικιστική οργάνωση στο Νεπάλ. Εκεί αφήνει πίσω όσα ήξερε ή πίστευε ότι ήξερε, και εκπαιδεύεται όχι μόνο για να θεραπεύσει τις πληγές του, αλλά και να βοηθήσει την οργάνωση απέναντι σε εχθρούς πολλαπλών… συμπαντικών διαστάσεων.
Ο Strange, λοιπόν, παρά τις εγωιστικές, αλαζονικές τάσεις του είναι πολύ πιο προσιτός στο θεατή από τον Iron Man, τον Captain America και την υπόλοιπη κουστωδία σούπερ ηρώων της Marvel. Ακόμη και οι υπερφυσικές δυνάμεις που αναπτύσσει κατά τη διάρκεια της ταινίας θυμίζουν περισσότερο… Χάρι Πότερ παρά κάτι πιο εντυπωσιακό. Γενικά, συγκριτικά με την πλειοψηφία των ταινιών Marvel, αυτή δε βασίζεται τόσο στο πρόχειρο χιούμορ και τις σκηνές μαχών καλών και κακών, και είναι σίγουρα μια ιδέα σκοτεινότερη.
Αυτό δε σημαίνει βέβαια, πως δεν κυριαρχούν τα ειδικά εφέ στην οθόνη. Κάθε άλλο. Τα οπτικοακουστικά εφέ εδώ είναι ίσως πιο εντυπωσιακά και προηγμένα από ποτέ, με τις σκηνές στις οποίες «παγώνει» ο χρόνος ή/και καμπυλώνουν οι διαστάσεις να αποτυπώνονται με εξωπραγματικό τρόπο, που δικαίως αφήνει το θεατή μ΄ ανοιχτό το στόμα. Οι σκηνές που εκτυλίσσονται στο Χονγκ Κονγκ στο φινάλε αποτελούν μια ιδιότυπη μίξη Avengers και Interstellar, και σε ταξιδεύουν περισσότερη στην καθαρά επιστημονική φαντασία του δεύτερου παρά στις υπερφυσικές ιδιότητες του πρώτου.
Μέσα σ΄ όλα αυτά, προσθέστε και τις δυνατές ερμηνείες των πρωταγωνιστών, και ειδικά του Cumberbatch. Ώριμος και φτασμένος πλέον, ο ταλαντούχος Βρετανός αποδεικνύει πως δε θα επέλεγε ποτέ ένα ρόλο αν δεν ήταν σίγουρος ότι μπορεί να τον αναδείξει. Οι ερμηνείες των Chiwetel Ejiofor (12 Χρόνια Σκλάβος, ταινία στην οποία έπαιζε και ο Cumberbatch!), Tilda Swinton (σ΄ έναν παράξενο ρόλο για την έμπειρη πολυβραβευμένη ηθοποιό) και Rachel McAdams (αν και σε μάλλον άχαρο ρόλο) συμπληρώνουν ένα πρωταγωνιστικό καστ από το οποίο ο σκηνοθέτης δε θα μπορούσε να ζητήσει περισσότερα.
Τι χαλάει, επομένως, όλη τη συνταγή; Δυστυχώς, το πιο σημαντικό στοιχείο μιας ταινίας, το σενάριο. Στην προσπάθειά του να είναι πιο ανθρώπινο, διδακτικό και αληθοφανές απ΄ ότι μας έχει συνηθίσει η Marvel, χάνει αρκετά από τα πλεονεκτήματα των πιο… YOLO ιστοριών αυτών (ελεύθερο χιούμορ, λογικά άλματα που δεν ενοχλούν) χωρίς να καταφέρει να παρουσιαστεί στιβαρό και ρεαλιστικό. Αν προσπαθεί να περάσει κάποιο μήνυμα, δεν το κατορθώνει. Αν θέλει να μας δείξει ότι το καλό, το κακό, και γενικά ο κόσμος όπως τον ξέρουμε δεν είναι όπως νομίζουμε ότι τον ξέρουμε, το πετυχαίνει εν μέρει, αλλά αλήθεια είναι πως αν επιθυμείς να περάσεις τέτοιο μήνυμα δε χρησιμοποιείς μια superhero ταινία για να το κάνεις. Κοντολογίς, στόχος του Derrickson ήταν να φτιάξει μια ταινία Marvel που μπορείς να την πάρεις στα σοβαρά. Αυτό το τελευταίο το πετυχαίνει, όχι όμως στο βαθμό που επιθυμούσε, και καταβάλλοντας μεγάλο τίμημα.
Αν είστε φανατικοί της Marvel και των ταινιών του είδους της, μπορείτε να δοκιμάσετε τον Dr. Strange αλλά μάλλον δε θα ενθουσιαστείτε. Αν είστε απ΄ αυτούς που πιστεύετε πως οι ταινίες αυτές είναι υπερεκτιμημένες και στερούνται υποτυπώδους σοβαρότητας, το έργο δε θα σας κάνει ν΄ αλλάξετε γνώμη όσο οι συντελεστές του προσδοκούσαν. Μια ταινία, εν κατακλείδι, που μοιάζει να ακροβατεί ανάμεσα σ΄ αυτό που είναι και σ΄ αυτό που θα ήθελε να είναι, και σπαταλά πολλές από τις δυνατότητές της σ΄ ένα μάλλον μάταιο στόχο…
Βαθμολογία: 7/10