Συγκλονισμένος ο κόσμος του κινηματογράφου, και όχι μόνο, ανακάλυψε πρόσφατα την ομολογία του μεγάλου δημιουργού Bernardo Bertolucci (1900, The Conformist, Ο Τελευταίος Αυτοκράτορας) πως η περίφημη σκηνή του βιασμού με το βούτυρο, στην θρυλική ταινία του Το Τελευταίο Τανγκό στο Παρίσι (1972) γυρίστηκε χωρίς τη συγκατάθεση της πρωταγωνίστριας και «θύματος» του βιασμού (προφανώς αληθινή διείσδυση δεν υπήρξε), της 19χρονης τότε Maria Schneider. Και έγραψα «ανακάλυψε» γιατί η ομολογία δεν είναι και τόσο πρόσφατη, υπάρχει εδώ και τρία χρόνια, απλώς τώρα για κάποιο λόγο έγινε ευρύτερα γνωστή!
Αξίζει να αναφέρουμε, βέβαια, πως ο σκηνοθέτης έσπευσε να “διορθώσει” τα ίδια του τα λεγόμενα μετά το σάλο που ξέσπασε, λέγοντας πως η πρωταγωνίστριά του τελικά δε γνώριζε απλώς μια λεπτομέρεια (το βούτυρο) στο γύρισμα και τα λόγια του παρερμηνεύθηκαν. Δεδομένης της στιγμής που έγινε αυτή η δήλωση, βέβαια, πιθανότατα πρόκειται για μια προσπάθεια του 76χρονου σκηνοθέτη να μαζέψει τα ασυμμάζευτα. Το βίντεο με την αρχική ομολογία του μπορείτε να το βρείτε στο τέλος του παρόντος άρθρου.
Ας μπούμε στο κλίμα όμως, εξηγώντας τα πράγματα και γι΄ αυτούς που δεν έχουν ιδέα περί τίνος πρόκειται. Στις αρχές των 70΄s, το ευρωπαϊκής καταγωγής Νέο Κύμα είναι η κυρίαρχη φιλοσοφία στον κινηματογράφο και, χάρη και στην κατάργηση της λογοκρισίας το 1968, προωθεί όλο και περισσότερο ταινίες με τολμηρές και προκλητικές σκηνές που έλειπαν από την οθόνη για δεκαετίες. Ο Bertolucci, Ιταλός με καριέρα και στις δυο πλευρές του Ατλαντικού και εκ των κυρίων εκφραστών της φιλοσοφίας αυτής, γυρίζει το 1972 το Τελευταίο Τανγκό στο Παρίσι. Μια ταινία της οποίας το όποιο σενάριο αποτελεί στην ουσία πρόσχημα για να δείξει, με καλαίσθητο πάντα, κατά κοινή παραδοχή, τρόπο ακριβώς το είδος πρόκλησης το οποίο ανέφερα προηγουμένως.
Η ταινία απέσπασε διθυραμβικές κριτικές και συνετέλεσε τόσο στην εκτόξευση των μετοχών του σκηνοθέτη της όσο και, μαζί με το Νονό, στην κινηματογραφική αναγέννηση του 48χρονου πρωταγωνιστή Marlon Brando του οποίου η καριέρα είχε περιέλθει σε τέλμα επί μια δεκαετία περίπου. Η επίμαχη σκηνή, την απόφαση για τη λήψη της οποίας έλαβαν σκηνοθέτης και πρωταγωνιστής χωρίς να ενημερώσουν τη Schneider, περιλαμβάνει το βιασμό της νεαρής Jeanne (Schneider) από τον πολύ μεγαλύτερο εραστή της Paul (Brando) με τη χρήση βουτύρου ως λιπαντικό. Χωρίς αμφιβολία, στόχος της σκηνής αυτής ήταν να προκαλέσει το πάσης φύσεως ενδιαφέρον του κοινού, θετικό ή αρνητικό, και να βοηθήσει να περάσει η ταινία στην κινηματογραφική αιωνιότητα. Όπερ και εγένετο.
https://www.youtube.com/watch?v=TWWSGa-5Mo8
Το πρώτο ερώτημα που τίθεται, επομένως, είναι το εξής: μπορούν θεμελιώδη ανθρώπινα δικαιώματα να περνούν σε δεύτερη μοίρα στο βωμό της τέχνης; Θα μου πείτε, βέβαια, αν ο καλλιτέχνης συμφωνεί, γιατί όχι; Εκτός όμως από το γεγονός πως στη συγκεκριμένη περίπτωση η πρωταγωνίστρια δε συμφώνησε ποτέ γιατί δεν ενημερώθηκε ποτέ (ο σκηνοθέτης υποστήριξε πως αυτό έγινε «για να είναι πιο αυθεντική η αντίδραση της»), έχουμε πολλά παραδείγματα στα οποία ο καλλιτέχνης συναίνεσε μεν, χωρίς όμως να αντιλαμβάνεται σε τι ακριβώς συναινεί. Ειδικά όταν μιλάμε για νεαρές ηλικίες (απόδειξη πως πολλοί ηθοποιοί που έγιναν διάσημοι ως παιδιά στη συνέχεια αντιμετώπισαν όλων των ειδών τα προβλήματα), όπως εδώ, το επιχείρημα γίνεται ακόμη πιο έντονο.
Το δεύτερο ερώτημα έχει να κάνει με τον κινηματογραφικό, και κατ΄ επέκταση γενικά τον κοινωνικό σεξισμό και την άνιση μεταχείριση των γυναικών στην τέχνη. Μπορεί το συμβάν που μας απασχολεί εδώ να συνέβη το 1972, αλλά δεν έχουμε πολλές αποδείξεις πως κάτι τέτοιο δε θα συνέβαινε τώρα. Άλλωστε, η Schneider, η οποία δεν έκανε ποτέ αξιόλογη καριέρα, έμπλεξε με καταχρήσεις και πέθανε σχεδόν ξεχασμένη (χωρίς να ευθύνεται, βέβαια, αποκλειστικά η επίμαχη σκηνή γι΄ αυτό) δήλωνε από τότε «συναισθηματικά και ψυχολογικά κακοποιημένη» από τα ιερά τέρατα που λέγονται Bertolucci και Brando, αλλά κανείς δεν έδινε ιδιαίτερη σημασία. Το παράδειγμά της δεν είναι παρά ένα από τα αναρίθμητα στα οποία γυναίκες ηθοποιοί, με, χωρίς ή με αμφιλεγόμενη συναίνεση, εξέθεσαν τη σεξουαλικότητά τους μ΄ έναν προσβλητικό όχι μόνο για το φύλο τους αλλά και για την κοινωνία γενικότερα τρόπο, και χωρίς πάντα το αποτέλεσμα να είναι «καλλιτεχνικό».
Τρίτο και τελευταίο ζήτημα αποτελεί η αυξανόμενη τάση απομυθοποίησης και αναθεωρητισμού της τέχνης. Σε παλαιότερες εποχές δεν ήταν τόσο εύκολο να μάθει κανείς τι συνέβαινε «πίσω από τις κάμερες» αλλά, αργά αλλά σταθερά, όλο και περισσότερα «σκοτεινά μυστικά» του παρελθόντος έρχονται στο φως. Άνθρωποι-θρύλοι του σινεμά και όχι μόνο βρίσκονται υπό παρόμοιο επικριτικό πρίσμα με τους σημερινούς συναδέλφους τους, και πολλές ταινίες που θεωρούνταν εξ ορισμού αριστουργήματα κινδυνεύουν να χάσουν τη μαγεία τους.
Κάτι που, κατά τη γνώμη μου, είναι εντάξει σ΄ ένα βαθμό, άλλωστε η αλήθεια είναι πάντα προτιμότερη από το ψέμα και δεν πρέπει να ξεχνάμε πως και οι μεγαλύτεροι καλλιτέχνες είναι άνθρωποι και δεν είναι υπεράνω ούτε νόμων ούτε κριτικής. Αυτό που δεν πρέπει να ξεχνάμε, όμως, όταν ασχολούμαστε με γεγονότα περασμένων εποχών, είναι πως η κοινωνία τότε λειτουργούσε με κανόνες διαφορετικούς από τη σημερινή και κάτι που τώρα φαίνεται απαράδεκτο μπορεί τότε να ήταν θεμιτό. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, βέβαια, έχουμε να κάνουμε μ΄ ένα έγκλημα, κυριολεκτικά και μεταφορικά, από πλευράς Bertolucci και Brando, ανεξάρτητα από τη θέση που κατέχουν αυτοί στο πάνθεον των κινηματογραφικών θρύλων και την ανυπολόγιστη προσφορά τους στην έβδομη τέχνη. Και η δικαιολογία-καραμέλα “για χάρη της τέχνης” υποβιβάζει τόσο τους εκφραστές της όσο και την ίδια την τέχνη.
One Comment
Pingback: All time classic: Ο Τελευταίος ΑυτοκράτοραςNewsfilter | Newsfilter