Έμεινα ν’ ατενίζω το μονοπάτι απ’ όπου έφυγες, την τελευταία φορά. Ένα μονοπάτι που κάλυψε έκτοτε τα βήματά σου με σκόνη λήθης και πυκνή βλάστηση περισσευούμενης χαράς, που έμεινε αχρείαστη και σκορπίστηκε στον αέρα…
Ζωσμένος την περηφάνια σου απομακρύνθηκες, με την αγέρωχη περπατησιά σου. Και την ελπίδα της επιστροφής ν’ αντιφεγγίζει μες στα στιλπνά μάτια σου. Μάταια ψάχνω στον ορίζοντα για σημάδια γυρισμού. Το μόνο που φτάνει ίσαμε τ’ αυτιά μου είναι οι στοιχειωμένες ιαχές. Και οι καπνισμένες κάννες είναι η τελευταία εικόνα των ματιών μου.
Τώρα η υπόκωφη σιωπή σκοτείνιασε τα πάντα γύρω της, ακόμη κι εσένα.
Το ξέρω πως δεν θα ξαναρθείς, μου το είπανε οι θλιμμένοι ουρανοί με το γκρίζο βλέμμα τους . Γι’ αυτό κάθε μέρα φροντίζω να μην σε αγγίζει η λησμονιά, όπως σου πρέπει, άλλωστε.
Κι αν κάποιο δανεικό χώμα σκεπάζει το θνητό σου περίβλημα, κρατάω στη μνήμη μου σαν βαρύτιμο φυλαχτό το κληροδότημα της ένδοξης θυσίας σου. Και η θωριά της γενναιότητάς σου στερεώνει τα βήματά μου στον δρόμο της ζωής.
Μα πάνω απ’ όλα κλείνω τα μάτια και θαρρώ πως νιώθω την ατελεύτητη αγάπη σου να με υποδέχεται στην αέναη αγκάλη της και να με χρήζει κοινωνό του παραδείγματός σου.