Αν σε είχα μπροστά μου, για μια γαλαζοπράσινη θάλασσα θα σου μίλαγα. Γι’ αυτήν που εθίστηκε στην θωριά σου, όπως καθρεφτιζόταν μέρες καλοκαιρίας στην στιλπνή της επιφάνεια. Γι’ αυτήν που απέβαλλε το γκρίζο της, τρικυμισμένο ύφος και ντύθηκε με εμφανείς ζωηρούς χρωματισμούς για να ταιριάζει το έξωθεν της με την αγάπη που έσπειρες μέσα της. Γι’ αυτήν που ποθεί να αγκαλιάσει το σώμα σου με την αλμύρα της όταν υπόσχεσαι πως θα την συναντήσεις και θα αφεθείς στα δροσερά της κύματα.
Αν μπροστά μου σε έβρισκα, για έναν λίβα άνεμο θα έσκυβα να σου ψιθυρίσω, σαν να ήταν ένοχο μυστικό, κρυμμένο από το βλέμμα των καιρών. Έναν άνεμο που γεννήθηκε από ανομολόγητους συνδυασμούς καψαλισμένων συναισθημάτων που φλέγονται αργά κάτω από την αέρινη σάρκα του καιρού. Έναν άνεμο που έμαθε να παίζει κρυφτό μαζί σου και παραφυλάγοντας σε, σου κλέβει χάδια ανελλιπώς όταν σφαλίζεις τα μάτια σου. Έναν άνεμο που γεύτηκε κάθε σταγόνα από το άρωμά σου και το μεταφέρει έκτοτε με δέος ίσαμε τις πιο απόκρημνες γωνιές του έρωτα.
Αν ερχόσουν μπροστά μου… Με αυτό το ανένταχτο «αν» στην αγκαλιά χορεύουν μαγεμένες οι ελπίδες που φέρουν την εγχάραξή σου. Και σχεδιάζουν πάνω στο λευκό φόντο του μυαλού τις αποχρώσεις που θα πάρουν οι λεπτοδείχτες όταν απλώσεις την σκιά σου πάνω μου. Τότε που θα μετουσιωθούν οι υποσχέσεις σου σε Ενεστώτα χρόνο παρουσίας. Τότε που θα πάρεις τον δρόμο που βγάζει μπροστά στην γαλαζοπράσινη θάλασσα των ματιών μου και τον λίβα άνεμο της ανάσας μου, που έχουν σταθεί καρτερικά σε μια αέναη υποψία προσμονής σου…