Είναι φορές που επιδίδεται η λογική σε ένα ανελέητο κυνηγητό για να τιθασεύσει τις επίμονες κι αδάμαστες αναμνήσεις σου. Αναμνήσεις που αναβλύζουν αδιάκοπα κάθε φορά που στέκεται το είδωλό σου μπροστά στον καθρέφτη του μυαλού μου. Μνήμες που μάθανε να ξεφεύγουν από τα χέρια της λήθης και να γλιστράνε μέσα από τις χαραμάδες της αιωνιότητας μένοντας, ωστόσο, ανεξίτηλα χαραγμένες επάνω στο δέρμα μου.
Είναι στιγμές που οι λέξεις που ήλπιζα να σου χαρίσω καταλήγουν να λιμνάζουν στο μεταίχμιο μεταξύ σιωπής και ήχου. Κι αρχίζουν να μουσκεύουν δίχως σταματημό την ψυχή με ανείπωτες, ενοχικές ρανίδες. Στάλες που κρύβουν μέσα τους όλα εκείνα τα αξόδευτα συναισθήματα που δεν θέλησες να γευτείς ποτέ σου από μένα.
Είναι κι εκείνες οι μέρες που αγόγγυστα στριμώχνονται τα όνειρα και οι μισοτελειωμένες επιθυμίες σε μια σκοτεινή γωνιά της ψυχής και μαθαίνουν να εισπνέουν σκοτάδι και να εκπνέουν τον πόθο από τον οποίο γεννήθηκαν. Έναν πόθο που εμφύσησε ζωή και άρωμα σε ανθισμένες προσδοκίες που τελικά μείνανε μετέωρες στην άκρη του ονείρου, να χάνουν αργά μα σταθερά το χρώμα τους από την έλλειψη φροντίδας.
Κι όταν σαν χείμαρρος ξεχύνονται για να με βρούνε όλες εκείνες οι στιγμές του χτες, παίρνω ανάσες από το άδολο παρόν και ξανοίγομαι για να βρεθώ στην αντίπερα όχθη και στο «αύριο» που πάντοτε ήταν ακριβές στις συναντήσεις του. Κι εκτείνω το χέρι μου να αγγίξω ένα μέλλον που υπόσχεται να σε αποκαθηλώσει από την συνείδησή μου και να σε τοποθετήσει δια παντός εκεί που ανήκεις, κρυμμένος κάπου ανάμεσα στις σελίδες του χρόνου.