Δεν ήξερε κανείς για αυτήν. Σαν να μην υπήρχε. Η οικογένειά της, η μόνη παρέα και παρηγοριά της. Όλοι την αγνοούσαν. Στο σχολείο καλή μαθήτρια, αλλά παραήταν αθόρυβη. Στα διαλείμματα καθόταν μέσα, μόνη της, πάνω από ένα παλιό βιβλίο, να το διαβάζει με τις ώρες. Ατελείωτο φαινόταν. Κανείς δεν πήγαινε να της μιλήσει, να την ρωτήσει τι κάνει ή έστω να πει ένα γεια. Δεν την πείραζε αυτό. Είχε συμβιβαστεί με την ιδέα ότι ήταν αόρατη στα μάτια του κόσμου. Ωστόσο, πολλοί είχαν την περιέργεια να μάθουν τι ήταν αυτό το βιβλίο, που με τόση προσοχή διάβαζε κάθε μέρα αγνοώντας τα πράγματα που συνέβαιναν γύρω της.
Δεν το αποκάλυπτε ποτέ σε κανέναν μέχρι που μια μέρα είχε μια απρόσμενη συνάντηση με ένα καινούριο κορίτσι στο σχολείο, το οποίο είχε μόλις μετακομίσει στη περιοχή. Η νέα φίλη του κοριτσιού, η Σοφία, έτσι την έλεγαν, όμορφο όνομα, θα τη βοηθούσε να προσαρμοστεί στις νέες συνθήκες ζωής της.
Όταν η Σοφία ρώτησε το κορίτσι τον λόγο για τον οποίο αυτή και η οικογένειά της μετακόμισαν στην περιοχή, εκείνη δεν απάντησε. Κοντοστάθηκε για λίγο, επεξεργάστηκε ξανά την ερώτηση και ψέλλισε σχεδόν αθόρυβα πως ήρθαν για να αλλάξουν ζωή. Η Σοφία δεν κατάλαβε πολλά και όταν της ζήτησε να της πει ποιο ήταν το όνομά της εκείνη έδειχνε φοβισμένη. Σαν να της ζητούσε κάτι παράλογο, επικίνδυνο. Μετά από λίγα δευτερόλεπτα απόλυτης σιωπής εκείνη της απάντησε “Σάρα”. Η Σοφία της χαμογέλασε. Η Σάρα δεν ανταπέδωσε. Είχε μια επιφύλαξη. Έδειχνε τρομοκρατημένη. Δεν ήξερε τι άνθρωπο είχε μπροστά της. Η Σοφία, αντίθετα, ένιωσε ένα συναίσθημα πρωτόγνωρο γι’ αυτήν, αφού κανείς δεν είχε ενδιαφερθεί προηγουμένως για την ύπαρξη της. Αργότερα, με το πέρασμα του καιρού, άρχισαν να αποκτούν περισσότερο θάρρος και οικειότητα μεταξύ τους.
Δεν είχαν συζητήσει κάτι προσωπικό. Ακόμα. Ήταν νωρίς. Η Σοφία, όμως, έκανε πολλές προσπάθειες για να πείσει την Σάρα να ανταλλάξουν πληροφορίες για τη ζωή τους. Εκείνη αρνιόταν. Δεν ήθελε να αποκαλύψει τίποτα για το παρελθόν της, τη ζωή της στην προηγούμενη πόλη που έμενε ούτε και για την τωρινή της κατάσταση. Φοβόταν. Όμως, η ίδια, μετά από χρόνια στενής φιλίας με την Σοφία, αποφάσισε να μιλήσει. Είχαν περάσει μαζί τόσα πολλά και πίστευε ότι ήρθε η στιγμή να μάθει. Της τηλεφώνησε και της ζήτησε να συναντηθούν, επειδή, λέει, είχε κάτι πολύ σημαντικό να της πει. Η Σοφία δέχτηκε και πήγαν σε ένα μέρος που να μην τους άκουγε κανείς, εφόσον επρόκειτο για κάτι τεράστιο.
Όταν συναντήθηκαν, η Σάρα έτρεξε και αγκάλιασε την Σοφία κλαίγοντας. “Είναι κάτι που δεν σου έχω πει. Δεν το ξέρει κανείς. Νομίζεις ότι με ξέρεις καλά, ενώ δεν ξέρεις τι έχω περάσει στην πραγματικότητα. Λάθος μου που δεν στο είπα νωρίτερα. Το παραδέχομαι. Αλλά δεν είχα το θάρρος να στα πω νωρίτερα. Φοβόμουν. Φοβόμουν την αντίδρασή σου. Ακόμα την φοβάμαι. Αλλά δεν την φοβάμαι όσο αρχικά. Σε έχω μάθει πλέον. Όταν σε γνώρισα με δέχτηκες σαν πραγματική φίλη. Δεν θα το ξεχάσω ποτέ αυτό. Μου ανοιχτηκές ακόμη κι αν εγώ δεν το έκανα. Ήρθε, όμως, η στιγμή να το κάνω. Γι’ αυτό σε κάλεσα εδώ. Μακριά από την βαβούρα του κόσμου. Μακριά από τα μάτια των περίεργων κουτσομπόληδων. Μακριά από όλα. Μακριά. Μόνες. Οι τρεις μας. Εσύ, εγώ και η μοναξιά μας. Γιατί όλα τα χρόνια μόνες μας ήμασταν Σοφία. Κανείς δεν μας εκτίμησε. Άστα όμως αυτά τώρα. Στο θέμα μας, γιατί αν δεν στο πω τώρα δεν θα στο πω ποτέ…”. Και έτσι βυθίστηκε στην απόλυτη σιωπή της. Η Σοφία καθόταν αμείλικτη να την κοιτάζει. Δεν της μιλούσε. Περίμενε εκείνη να πει αυτά που θέλει. Μόνη της. Χωρίς καμία πίεση και επιμονή.
“Λοιπόν…”, ξεκίνησε να λέει, “… όλα ξεκίνησαν εκείνη την μέρα… Την μέρα που γύρισα σπίτι και οι γονείς μου δεν ήταν εκεί. ήταν μόνο η γιαγιά στο σπίτι, καθισμένη στον καναπέ. Έκλαιγε. Τη ρώτησα φοβισμένη και αγχωμένη τι είχε συμβεί. Για πιο λόγο έκλαιγε. Δεν απάντησε αμέσως. Πήρε πρώτα μια βαθιά ανάσα. Μετά, με αναφιλητά, έκανε μια προσπάθεια να μου εξηγήσει. Δεν καταλάβαινα και πολλά από όσα έλεγε. Της ζήτησα να ηρεμήσει. Είχε ασπρίσει ολόκληρη. Άρχισα να νιώθω ένα κόμπο στο στομάχι. Κάτι πολύ δυνατό. Με έσφυγγε. Ένιωθα πως δεν έπαιρνα ανάσα, παρόλο που δεν είχα ακούσει ακόμα τι είχε συμβεί. Πες το προαίσθημα. Δεν ξέρω. Ξαναζήτησα από την γιαγιά να μου εξηγήσει. Είχε ηρεμήσει λίγο. Τώρα μπορούσα να καταλάβω. Μου είπε ότι οι γονείς μου, καθώς γυρνούσαν από την δουλειά, είχαν ένα τροχαίο. Ρώτησα αμέσως, με τα δάκρυα να τρέχουν σαν το νερό της βρύσης από το πρόσωπό μου, αν η μητέρα και ο πατέρας μου ήταν καλά Δεν πήρα απάντηση. Η γιαγιά άρχισε ξανά να κλαίει. Το μυαλό μου δημιούργησε την χειρότερη εκδοχή. Ρώτησα την γιαγιά ξανά πανικοβλημένη αν ζουν. Η απάντησή της επιβεβαίωσε την σκέψη μου. Δεν θα ξεχάσω ποτέ εκείνη την ημέρα. Έχει χαραχτεί στο μυαλό μου ως ο χειρότερος εφιάλτης που μπορούσε κανείς να ζήσει. Λιποθύμησα. Μετά, το μόνο που θυμάμαι είναι να είμαι ξαπλωμένη στο δωμάτιό μου. Δίπλα στο κρεβάτι μου ήταν η θεία μου. Την ρώτησα αν αυτό που βίωνα ήταν αλήθεια. Αυτή μου κράτησε σφιχτά το χέρι και μου είπε πως θα είναι πάντα δίπλα μου. Ακόμα δεν το είχα συνειδητοποιήσει. Δεν γινόταν να μου συμβαίνει αυτό. Σηκώθηκα όρθια. Πήγα στο μπάνιο και έριξα μπόλικο νερό στο πρόσωπό μου. Κατευθύνθηκα προς το σαλόνι και την κουζίνα. Εκεί περίμεναν συγγενείς. Με κοίταζαν με ένα βλέμμα λύπησης. Οίκτου. Πήρα ένα ποτήρι κρύο νερό και το ήπια. Βγήκα στο μπαλκόνι. Κοίταζα τον ουρανό. Σκεφτόμουν. Ξέρεις, η ζωή είναι πολύ άδικη. Παίρνει πάντα τους καλύτερους ανθρώπους.Αυτούς που λατρεύεις πιο πολύ. Αυτούς που δεν μπορείς να ζήσεις με την απουσία τους. Μου είχε δημιουργηθεί ένα κενό. Ένα κενό που ποτέ κανείς δεν θα μπορούσε να γεμίσει. Είχα μια πληγή που ποτέ δεν θα επουλωνόταν. Ένα τραύμα αιώνιο. Που δεν θα το ξεπερνούσα ποτέ. Έκλαιγα με λυγμούς. Ήρθε και η θεία δίπλα μου. Την ένιωθα σαν φτερωτό προστάτη μου τώρα. Με παρηγόρησε και μου είπε πως όλα θα τα περάσουμε μαζί. Ήταν τραγικό. Δεν πρόλαβα ούτε να αποχαιρετήσω αυτά τα όσο τίποτα αγαπημένα μου πρόσωπα. Παρακαλούσα τον θεό να πάρει εμένα στη θέση τους. Παραλογιζόμουν. Γονάτισα κάτω και ζητούσα κλαίγοντας να γυρίσουν πίσω. Μάταιος κόπος. Για κάποια στιγμή το μυαλό μου σταμάτησε. Δεν σκεφτόμουν και δεν ένιωθα τίποτα. Το απόλυτο κενό. Το απόλυτο χάος. Ήθελα να δώσω ένα τέλος εκείνη ακριβώς την στιγμή. Δεν το έκανα όμως. Προσπάθησα να είμαι δυνατή. Αυτό θα ήθελαν και οι γονείς μου να κάνω. Έκανα κουράγιο. Δεν θα τα κατάφερνα χωρίς την θεία. Την αγάπησα τόσο όσο αγάπησα και τους γονείς μου. Τώρα ξέρω ότι είναι εκεί ψηλά και με βλέπουν. Με προστατεύουν. Το νιώθω. Μερικές φορές όταν κάθομαι στο δωμάτιο μου η μαμά και ο μπαμπάς είναι εκεί, δίπλα μου. Καθισμένοι στο κρεβάτι να με καμαρώνουν για την στάση μου. Τρέχω να τους αγκαλιάσω, αλλά μετά συνειδητοποιώ ότι όλα είναι μια παραίσθηση. Με πονάει να τα θυμάμαι όλα αυτά. Με πονάει πολύ. Θέλω, όμως, να τα ξέρεις. Δεν τα έχω πει ποτέ σε κανέναν. Τώρα ξέρεις γιατί ήμουν διστακτική και φοβόμουν. Δεν είναι λίγα αυτά που πέρασα. Έχω χάσει την εμπιστοσύνη μου στους ανθρώπους. Εσύ, όμως με έκανες να νιώσω διαφορετικά. Με έκανες να νιώσω πως έχω και κάποιον άλλον δίπλα μου για τα δύσκολα. Οι υπόλοιποι συγγενείς, βλέπεις, με εγκατέλειψαν μετά την κηδεία. Εσύ, παρόλο που αρνήθηκα να σου ανοιχτώ δεν επέμενες. Δεν με πίεσες. Αυτό είναι που λατρεύω σε εσένα. Μου δίνεις χρόνο.”
Η Σοφία έκλαιγε. Δεν είχε ιδέα. Δεν μπορούσε να το διανοηθεί. Δεν μπορούσε να το πιστέψει. Την αγκάλιασε με όλη της την δύναμη. Δεν χωρίστηκαν ποτέ μέχρι που πέθαναν και οι δύο στο ίδιο δωμάτιο νοσοκομείου, κρατημένες χέρι-χέρι, από βαθιά γεράματα.
EYA 15 ΧΡΟΝΩΝ.