Μιλάω και για τις νύχτες που με ξαγρυπνούσαν ίσαμε το γλυκοχάραμα οι εγκάρδιοι αστεϊσμοί ενός Παρατατικού στον οποίο αφέθηκα χωρίς συναίσθηση. Ίσως γι’ αυτό η πλάνη που σχεδιάστηκε και στήθηκε ερήμην μου μες στην σιγή του ερέβους βρήκε φιλόξενη γωνιά. Και τρύπησε το πύρινο βέλος του «Σκύθη» κάθε στοιβάδα άμυνας που είχε ανεγερθεί να προστατεύσει την γαλήνη της ψυχής μου.
Σωριάστηκα μέσα του με μια ηθελημένη κι αφελή παράδοση σαν πύργος από άμμο που ποτέ δεν κατάφερε να εναντιωθεί στα θέλγητρα του κύματος. Εναπόθεσα κάθε ψήγμα συναισθήματος μέσα στο απέραντο έδαφός του και με την πάροδο του καιρού ευελπιστούσα πως η βροχή μου θα εγκαθίδρυε άλικα άνθη στον μέχρι πρότινος άγονο αγρό του. Εξάλλου η ψυχή ενός «Σκύθη» θα διψάει πάντα για ρανίδες ατελεύτητης σύμπνοιας.
Αλλά ο χρόνος άρχισε να χαράζει πιο ευδιάκριτες γραμμές ανάμεσά μας ανασύροντας παράλληλα και μια αλήθεια που έμοιαζε στην αρχή παράταιρη κι ατάκτως ερριμένη. Μια αλήθεια που δεν υπαναχωρούσε κάθε φορά που επέλεγα να εθελοτυφλώ απέναντί της. Κι όλα τα συναισθήματά μου γίνανε προσάναμμα και θυσία στην μασκαρεμένη απροθυμία ενός «δεν μπορώ» που έμαθε να κρύβει τις αιχμηρές απολήξεις του «δεν θέλω». Ενός «δεν θέλω» στο οποίο με καταδίκασε χωρίς ελαφρυντικά και χωρίς κανένα δικαίωμα έφεσης. Και ας περιμένω ακόμα με μια ανάσα φυλαγμένη να μετουσιώσω την ποθητή του μοναξιά σε όλα όσα έχει φοβηθεί να αγγίξει.
Μιλάω σήμερα γι’ αυτό το χθες έτσι ώστε να σωπάσω ερμητικά με την έλευση ενός αύριο που δεν τον περιλαμβάνει.