Ο Ζαν Πωλ Σαρτρ δημοσίευσε το 1944 το θεατρικό μονόπρακτο “Κεκλεισμένων των θυρών”. μπορεί να πρόκειται για θεατρικό έργο, ωστόσο ο Σαρτρ και εδώ εισάγει με τρόπο περίτεχνο τους φιλοσοφικούς του στοχασμούς.
Τρείς άνθρωποι, ο Γκαρσέν, η Εστέλ και η Ινέζ μόλις έχουν πεθάνει και βρίσκονται στην Κόλαση. Η κόλαση του Σαρτρ δεν ταυτίζεται με την χριστιανική προσέγγιση της. Τρείς άνθρωποι, τρία διαφορετικά πεπρωμένα που τους κάνουν εν τέλει να συναντηθούν στο πιο αφιλόξενο μέρος. Η κόλαση του Σάρτρ ως τόπος ομοιάζει με ένα σαλόνι με τρεις καναπέδες διαφορετικού χρώματος και ένα μπρούτζινο άγαλμα. Δεν υπάρχουν παράθυρα ούτε καθρέφτες, στοιχεία που τονίζουν την τραγικότητα της κατάστασης εφόσον σηματοδοτούν τον απόλυτο θάνατό τους, την μηδενική δυνατότητα επικοινωνίας με τους ζωντανούς. Πρώτος στην κόλαση (σκηνή)εισέρχεται ο Γκαρσέν, έπειτα η Ινέζ και τελευταία η Εστέλ. Κανείς δεν ξέρει γιατί τους έβαλαν στο ίδιο δωμάτιο ούτε καν οι ίδιοι υποψιάζονται το γιατί. Στην αρχή όλοι είναι εχθρικοί, δεν ενδιαφέρεται κανείς να μαθεί τον άλλο,δεν θέλουν καν να μιλούν. Και ενώ η σιωπή επιδιώκεται με κάθε τρόπο, τελικά συνειδητοποιούν πως θα περάσουν την αιωνιότητα μαζί. Έτσι, σίγα σιγά αναπτύσσεται ένας διάλογος μεταξύ τους προκειμένου να γνωρίζουν όλοι γιατί βρέθηκε ο άλλος εκεί. Καθώς συνομιλούν το έργο κλιμακώνεται. Ο θεατής-αναγνώστης μαθαίνει το παρελθόν και κατεπέκταση τον λόγο που αυτοί οι τρεις άνρθωποι βρίσκονται στην κόλαση. Ο Γκαρσέν, ένας δειλός κακοποιός που εγκατέλειψε τον πόλεμο και χτυπούσε την γυναίκα του, η Ινέζ μια κυνική γυναίκα που δηλητηρίασε (και κατέστρεψε) την σχέση ενός ζευγαριού και έπεισε την κοπέλα να εγκαταλείψει τον σύντροφό της και να την ακολουθήσει( η Ινέζ είναι λεσβία), και τέλος η Εστέλ μια παιδοκτόνα νάρκισος που αναζητά διαρκώς την επιβεβαίωση χωρίς να αγαπά κανένα. Ο Γκαρσέν και η Εστέλ φαίνεται πως δεν αντιλαμβάνονται το γιατί βρίσκονται εκεί, καθώς δεν έχουν επίγνωση των πράξεών τους. Η Εστέλ δίνει την ίδια απάντηση στην Ινέζ όταν την ρωτάει γιατί είναι εκεί: ”δεν γνωρίζω τον λόγο,δεν έχω κάνει τίποτα”, και ο Γκαρσέν αντικρούει τις επιθέσεις της Ινέζ λέγοντας συνεχώς πως δεν είναι δειλός και πως έκανε το σωστό.
Και ενώ οι δυό τους δεν έχουν επίγνωση, η Ινέζ είναι η μόνη που αναγνωρίζει το πόσο κακιά, σκληρή και συμφεροντολόγα είναι. Στη συνέχεια ο Γκαρσέν αποδεικνύει το πόσο δειλός είναι όταν αρχίζει να χτυπά την πορτά για να αποδράσει καθώς δεν αντέχει να έρθει αντιμέτωπος με τις αλήθειες που του πετάει κατάμουτρα η Ινέζ. Στην ίδια θέση βρίσκεται και η Εστέλ, η οποία ζητά απεγνωσμένα την προσοχή και την ”αγάπη” του Γκαρσέν, απορρίπτοντας συνεχώς την Ινέζ η οποία εκληπαρεί να επιλέξει την ίδια.Το έργο τελειώνει όταν όλοι συνειδητοποιούν πως η αιωνιότητα θα περάσει κουβαλώντας τύψεις,σφάλματα και ενοχές τα οποία δεν θα αναγνώριζαν εάν οι άλλοι δύο δεν τα πρόβαλαν πάνω τους.Ο Γκαρσέν συμπεικνώνει το μήνυμα του Σάρτρ με την εξής ατάκα: ”η κόλασή μας είναι οι άλλοι”, και έτσι η κόλαση πλέον δεν είναι ένας ”γεωγραφικός” τόπος αλλά μια κατάσταση ψυχική που μπορεί να προκαλείται εξωτερικά αλλά βιώνεται εσωτερικά. Ο ένας γίνεται δικαστής του άλλου και αυτό σημαίνει πως ταυτόχρονα είναι και ένοχος.
Ο Σάρτρ ήταν ο κύριος εκπρόσωπος του υπαρξισμού του 20 αι. Το έργο αυτό προσφέρει αρκετή τροφή για σκέψη,καθώς παρουσιάζει την κόλαση ως ένα εσωτερικό βασανηστήριο το οποίο σε φέρνει αντιμέτωπο με τον εαυτό σου, με την ίδια σου την ύπαρξη και τις ενέργειές της. Όμως αυτό που καταδεικνύει είναι πως ο άνθρωπος τις περισσότερες φορές δεν έχει την δύναμη να κοιτάξει και να παραδεχθεί μόνος του, τις αδυναμίες και τα σφάλματά του δικαιολογώντας τις πράξεις του στον ίδιο του τον εαυτό και εν τέλει του δίνει άφεση αμαρτιών. Τι γίνεται όμως όταν ένας άλλος σε φέρνει αντιμέτωπο με την πιο σκοτεινή σου πλευρά? Καταβάθος όλοι έχουμε επίγνωση των πράξεών μας,όμως όταν έρθει ένας φανερός κατήγορος δεν υπάρχει πλέον καταφύγιο ακόμη και αν οι θύρες έχουν κλείσει…