«Τώρα, όμως, ήμουν αντιμέτωπος με το είδωλο του εαυτού μου. Με τις πρώτες ακτίνες του που έφταναν στα μάτια μου πλημμύριζα απογοήτευση. Όχι δεν είμαι, δεν ήθελα αυτό. Σφιγμένα χείλια ανθρώπου που πόνταρε πολλά στον εαυτό του, αλλά πετύχαινε λίγα. Και η απογοήτευση έφτανε στα μάτια μου με ταχύτητα φωτός. Αυτόματα δοκίμασα να βάλω μια πινελιά υπαρξιακής ειρωνείας και ανωτερότητας, του τύπου έχω γνώση της ματαιότητας των πάντων, αλλά αυτή επέστρεφε στην πηγή της σαν υποκρισία. Τη σιχαινόμουν την υποκρισία…»
Τον Απρίλιο του 2013, ο Δημήτρης Κωνσταντίνου κυκλοφόρησε την νουβέλα του «Κρούγκερ» από τις εκδόσεις Εξάρχεια, που αποτελεί μέρος τεσσάρων αυτόνομων λογοτεχνικών έργων του.
Στο συγκεκριμένο έργο, ο Κρούγκερ θέλοντας να απομονωθεί για να συγκεντρωθεί και να συγγράψει πηγαίνει στο πατρικό του σπίτι, όπου είχε να βρεθεί από τον θάνατο του πατέρα του. Εκεί οι αναμνήσεις των παιδικών και φοιτητικών του χρόνων, αλλά και οι διάφορες υπαρξιακές του σκέψεις θα τον αποσπάσουν από το έργο του. Θα καταφέρει μέσα από την οικειοθελή του απομόνωση να ολοκληρώσει την αποστολή του ή θα αποδειχτεί πιο δύσκολο και περίπλοκο από ότι φανταζόταν;
Η ιστορία του Κρούγκερ, όπως παρουσιάζεται, είναι μια προσπάθεια ενός ανθρώπου να κατανοήσει τον εαυτό του και να καταφέρει να κάνει κάτι στην ζωή του που να τον γεμίζει και να είναι περήφανος για αυτό. Μέσα από αναδρομές σε σημαντικές και καθοριστικές στιγμές της ζωής του καταφέρνει στο τέλος να ωριμάσει ψυχικά και να αποδεχτεί το ποιος είναι. Στις αναδρομές αυτές, παρουσιάζονται οι άνθρωποι που επηρέασαν θετικά ή αρνητικά τον χαρακτήρα του, όπως είναι η θεοφοβούμενη μητέρα του, ο τεμπέλης φίλος του Φρέντυ, η σέξι καθηγήτρια του πανεπιστημίου και διάφοροι άλλοι. Αυτό που μου διέγειρε την περιέργεια είναι ότι δεν αναφέρθηκε σχεδόν καθόλου στον πατέρα του, για τον οποίο μόνο είπε ότι μοιάζουν αρκετά εξωτερικά και ότι αυτός όπως και κάθε «πατέρας είναι πάντα τύραννος του γιου…».
Σε θέμα δομής, η νουβέλα χωρίζεται σε τρία κεφάλαια, τα οποία δεν έχουν τίτλους, αλλά το πρώτο επικεντρώνεται σε θέματα πολιτικής, το δεύτερο σε σεξουαλικές ορμές και το τρίτο στον εξωτερικό και εσωτερικό κόσμο του Κρούγκερ και κατ’ επέκταση όποιου μπορεί να ταυτιστεί με αυτόν. Όσον αφορά τον τρόπο γραφής του Κωνσταντίνου, αν και επειδή καταπιάνεται με περίπλοκα και αμφιλεγόμενα φιλοσοφικά και κοινωνικά ζητήματα θα περίμενε κανείς να τα παρουσιάζει με απλά, καθημερινά λόγια για να γίνονται εύκολα κατανοητά από τον καθένα, στην πραγματικότητα χρησιμοποιεί πολύ εκλεπτυσμένο λεξιλόγιο. Σίγουρα διαβάζοντας το βιβλίο καλό θα ήταν να έχεις ένα λεξικό δίπλα σου, γιατί θα χρειαστεί. Αυτό, όμως, δεν είναι κακό, αφού θα μπορέσεις έτσι να εμπλουτίσεις και εσύ το λεξιλόγιό σου, αλλά πολλές φορές κάτι που είναι πολύ απλό το κάνει δύσκολο για τον αναγνώστη να το καταλάβει και θα πρέπει να ξαναδιαβάσει κάποιο κομμάτι πολλές φορές. Παράλληλα με αυτό, ο λόγος του είναι πλούσιος σε μεταφορές και συμβολισμός, που δημιουργούν πολύ όμορφες περιγραφές, αλλά δεν λέει ξεκάθαρα αυτό που διαδραματίζεται. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι οι περιγραφές των σεξουαλικών πράξεων, που ναι μεν κάθε ενήλικος μπορεί να καταλάβει το νόημα πίσω από τα σχήματα λόγου αλλά πουθενά δεν λέει ξεκάθαρα ότι δύο άνθρωποι κάνουν σεξ.
Επομένως, αν σου αρέσουν τα βιβλία που σου προσφέρουν τροφή για σκέψη, δεν φοβούνται αγγίξουν ταμπού θέματα και που πιθανότατα θα πρέπει να τα διαβάσεις τουλάχιστον δύο φορές για να καταλάβεις όλα τα μηνύματα που θέλει ο συγγραφέας να σου περάσει, τότε σίγουρα θα πρέπει να δώσεις μια ευκαιρία στον Κρούγκερ.