Ο Κρις Χέμσγουορθ επανέρχεται στο ρόλο του σούπερ ήρωα-Σκανδιναβού θεού Θορ στο τρίτο κεφάλαιο του franchise, που «υπόσχεται» λιγότερη συνοχή, απλοποιημένη δράση και καταφανώς περισσότερο χιούμορ.
Thor: Ragnarok (2017) – Superhero περιπέτεια/κωμωδία, 130΄
Σκηνοθεσία: Taika Waititi
Σενάριο: Eric Pearson, Craig Kyle, Christopher Yost
Πρωταγωνιστούν: Chris Hemsworth, Tom Hiddleston, Cate Blanchett, Tessa Thompson
Ενώ ο Θορ βρίσκεται παγιδευμένος σ΄ένα μακρινό πλανήτη χωρίς το μαγικό σφυρί του, η θεά Χέλα, κόρη του Όντιν, έχει ανακτήσει τις δυνάμεις της και απειλεί την Ασγάρδη.
Στην πιο πρόσφατη ταινία των Avengers, είχαμε δει το γιο του Όντιν, το φοβερό και τρομερό Θορ (Hemsworth) να συνεργάζεται με την εν λόγω ομάδα για να σώσει τον κόσμο από τον Ultron και τα τσιράκια του. Ο Θορ όμως δεν είναι γήινος (σούπερ)ήρωας, είναι Σκανδιναβός θεός και διαμένει κανονικά στην Ασγάρδη, την κατοικία των θεών στη μυθολογία των Βίκινγκ.
Αφού, λοιπόν, ξεφορτώνεται ένα απειλητικό τέρας, επιστρέφει στην Ασγάρδη για να διαπιστώσει πως ο πονηρός, αμφιλεγόμενος θετός αδελφός του, ο Λόκι (Hiddleton), γλίτωσε τελικά το θάνατο κι έχει καπηλευτεί τη θέση του Όντιν, του βασιλιά των θεών. Η σύγχυση αυτή επιτρέπει στη διαβολική πρωτότοκη κόρη του Όντιν, τη Χέλα (Blanchett) να δραπετεύσει από τη φυλακή της και να επανέλθει στην Ασγάρδη με σκοπό να κυριαρχήσει εκεί. Για το σκοπό αυτό, καταστρέφει το παντοδύναμο σφυρί του Θορ, το Μιέλνιρ, και εξορίζει τόσο αυτόν όσο και τον αδελφό του, οι οποίοι καλούνται να ξεκινήσουν μια προσπάθεια «από το μηδέν» για να αποτρέψουν τα σχέδιά της.
Μετά απ΄ αυτή την εισαγωγή, που απασχολεί περίπου το πρώτο μισάωρο της ταινίας, το έργο «σπάει» σε δύο ξεχωριστές ιστορίες, οι οποίες παρουσιάζονται εναλλάξ κι ενώνονται στο φινάλε. Στη μία, η Χέλα σκορπά τον τρόμο στην Ασγάρδη, χωρίς να υπάρχει κανείς να τη σταματήσει, εκτός ίσως από το φύλακα του μέρους, τον Χάιμνταλ (Idris Elba). Στην άλλη, ο Θορ και ο Λόκι καταλήγουν σ΄ έναν παράξενο πλανήτη με τον πρώτο να γίνεται μονομάχος (συναντώντας μάλιστα κι έναν παλιό γνώριμο) και το δεύτερο να αμφιταλαντεύεται διαρκώς μεταξύ συμφέροντος και καθήκοντος.
Στη δεύτερη ιστορία, που κρατά και περισσότερο χρόνο, το κόνσεπτ θυμίζει περισσότερο κωμωδία παρά ταινία δράσης ή superhero. Σουρεαλιστικά σκηνικά, ατάκες και καταστάσεις γεμάτες θεοπάλαβο –και συνήθως επιτυχημένο- χιούμορ, ακόμη και οι μάχες που δίνει ο Θορ και η παρέα του περισσότερο γέλιο προκαλούν παρά σασπένς. Η παρουσία της Χέλα είναι το μόνο που κάνει μια ιδέα σκοτεινότερο το φιλμ, και στο φινάλε επιτέλους απολαμβάνουμε ένα δεκάλεπτο-τέταρτο καλογυρισμένης δράσης, χωρίς βέβαια να λείπουν κι εκεί τα… ευτράπελα.
Όλο αυτό, ωστόσο, δεν είναι κάτι μη αναμενόμενο. Εδώ και καιρό, η Marvel έχει μετατρέψει τις superhero παραγωγές της σε περισσότερο κωμωδίες και λιγότερο περιπέτειες, πατώντας πάνω στον ανάλαφρο χαρακτήρα των σεναρίων και το χιούμορ των πρωταγωνιστών, παρά στα φαντασμαγορικά ειδικά εφέ και στην τεχνολογία, τομείς στους οποίους άλλωστε τα έχουμε ήδη δει όλα (μέχρι τα επόμενα). Οι πιστοί οπαδοί των κόμιξ που αποτελούν πηγή έμπνευσης για τις ταινίες αυτές, ή των πρώτων ταινιών που ήταν εμφανώς πιο αγωνιώδεις και σοβαρές, ή απλά αυτοί που δεν αρέσκονται σ΄ αυτό το είδος του χιούμορ, μάλλον θα απογοητευτούν απ΄το έργο.
Γενικά, πάντως, το Ράγκναροκ είναι μια ευχάριστη, αβανταδόρικη ταινία, την οποία παρακολουθείς αβασάνιστα, γελάς σε κάποιες σκηνές, βλέπεις αρκετούς αξιόλογους ηθοποιούς σε παλιούς ή καινούριους ρόλους και το δίωρο κυλά ευχάριστα. Ο Hemsworth και ο Hiddleston γίνονται όλο και καλύτεροι ως Θορ και Λόκι αντίστοιχα, η Blanchett ξεδιπλώνει λίγο, έστω, από το πλούσιο ταλέντο της, έχουμε και ως προσθήκη, μεταξύ άλλων, τον Jeff Goldblum σ΄ έναν 100% κωμικό ρόλο (αυτόν του κυβερνήτη του πλανήτη στον οποίο ξέπεσαν οι δύο θεοί) και όλα καλά. Με το που τελειώνει, φυσικά το έργο, σβήνεται γρήγορα απ΄ τη μνήμη του θεατή καθώς δεν έχει κάτι άλλο να του προσφέρει, αλλά τη δουλειά του την κάνει μια χαρά. Γι΄ αυτό, άλλωστε, και έφερε ακόμη 652 εκατ. $ στα ταμεία της Marvel, αποδεικνύοντας πως η «στροφή» των superhero ταινιών στην κωμωδία δε «χάλασε» και τόσο το κοινό που εξακολουθεί να την εμπιστεύεται.
Βαθμολογία: 7/10
Υ.Γ. Ως συνήθως, υπάρχουν 2 post-credits σκηνές στην ταινία. Αν πάτε στο σινεμά να δείτε το έργο, δείτε την πρώτη, αλλά δεν υπάρχει κανένας λόγος να περιμένετε για τη δεύτερη.