Καταξιωμένος πια και στις δυο πλευρές του Ατλαντικού, ο Γιώργος Λάνθιμος προσπάθησε τη χρονιά που μας πέρασε να κάνει το «κάτι παραπάνω», σκηνοθετώντας ένα τυπικά γι΄ αυτόν ανορθόδοξο θρίλερ, με ατού το πρωταγωνιστικό δίδυμο Κόλιν Φάρελ – Νικόλ Κίντμαν και σενάριο, θεωρητικά τουλάχιστον, συνδεδεμένο με την αρχαιοελληνική τραγωδία.
Η Θυσία του Ιερού Ελαφιού (The Killing of a Sacred Deer, 2017) – Θρίλερ, 121΄
Σκηνοθεσία: Γιώργος Λάνθιμος
Σενάριο: Γιώργος Λάνθιμος & Ευθύμης Φιλίππου
Πρωταγωνιστούν: Colin Farrell, Nicole Kidman, Barry Keoghan, Alicia Silverstone
Ένας έφηβος εμφανίζεται ξαφνικά στη ζωή ενός καταξιωμένου νευροχειρουργού. Σύντομα, ο τελευταίος θα δει στο πρόσωπο του πρώτου ένα αμάρτημα του παρελθόντος να τον κατατρέχει αμείλικτα, και θα κληθεί να λάβει μια αδιανόητη απόφαση.
Την ιστορία του Γιώργου Λάνθιμου λίγο πολύ τη γνωρίζουμε. Ξεκινώντας τη σκηνοθετική καριέρα με… βίντεο κλιπ του Σάκη Ρουβά και άλλων ποπ καλλιτεχνών, έγινε εν μια νυκτί κινηματογραφικό πρωτοσέλιδο με τον αμφιλεγόμενο Κυνόδοντα, ο οποίος με ελάχιστο μπάτζετ έφτασε μέχρι τα Όσκαρ. Σταδιακά ο νεαρός δημιουργός γνώρισε την καταξίωση, έφυγε από την Ελλάδα και συνεργάζεται πια με τα μεγαλύτερα ονόματα της διεθνούς κινηματογραφικής σκηνής. Μετά την επιτυχία του προ διετίας Αστακού, επιχείρησε να φτάσει ακόμα πιο ψηλά, στρεφόμενος αυτή τη φορά στο θρίλερ.
Η Θυσία του Ιερού Ελαφιού συνδέεται χαλαρά με την ιστορία της Ιφιγένειας. Ένα αρχετυπικό θέμα: ένας οικογενειάρχης (Κόλιν Φάρελ) οδήγησε κάποτε στην καταστροφή μια οικογένεια με το μοιραίο λάθος του στην εγχείρηση του πατέρα, και τώρα ο έφηβος γιος του αποθανόντος ρίχνει μια «κατάρα» σ΄ αυτόν και την οικογένειά του, σκορπώντας τη δυστυχία. Ο μόνος τρόπος να αποφευχθεί η ολοκληρωτική καταστροφή για το χειρουργό και την οικογένειά του είναι αυτός να «θυσιάσει» ένα μέλος της, εκτός από τον ίδιο, δηλαδή είτε τη σύζυγό του είτε κάποιο από τα δύο παιδιά του.
Ο συνδυασμός του μεταφυσικού στοιχείου,ενός σεναρίου για θρίλερ με ηθικά διλήμματα και υπαρξιακά ερωτήματα και των αδιαμφισβήτητων ικανοτήτων του Λάνθιμου στη σκηνοθεσία και την κινηματογράφηση θα έπρεπε να συνθέτει ένα πολύ δυνατό σύνολο. Δυστυχώς, ωστόσο, αυτό δε συμβαίνει, γιατί τα επιμέρους στοιχεία που προανέφερα όχι μόνο δε συνδυάζονται αρμονικά μεταξύ τους, τουναντίον συγκρούονται.
Πιο συγκεκριμένα, ο τυπικός για Λάνθιμο αργός, θεατρικός ρυθμός με τον οποίο κυλά το έργο, με τους νευρώδεις, συχνά απρόβλεπτους και σοκαριστικούς διαλόγους δεν επιτρέπει στο θεατή να αφουγκραστεί τους χαρακτήρες και τα συναισθήματά τους, να νιώσει την αγωνία και την αδρεναλίνη που οφείλει να σου προκαλέσει ένα καλό θρίλερ. Η φορμαλιστική άποψη του Λάνθιμου για τον κινηματογράφο, με τα επιτηδευμένα απλοϊκά σκηνικά, τις περίπλοκες κινήσεις της κάμερας και την απαλή μουσική, μπορεί να ταιριάζουν σε άλλα κόνσεπτ (όπως στον Αστακό), αλλά για θρίλερ μυστηρίου και αγωνίας με μεταφυσικό στοιχείο μοιάζουν εκτός τόπου και χρόνου.
Έτσι, όταν φτάνουμε στις –καλογυρισμένες, κατά τ΄άλλα- καταληκτικές σκηνές, το έργο δεν έχει επιτρέψει στο θεατή να ταυτιστεί ή να μισήσει κάποιον απ΄ τους χαρακτήρες, να πάρει θέση γύρω απ΄ τα ερωτήματα που βασανίζουν τους τελευταίους, να σκεφτεί τι θα έκανε ο ίδιος ή αν αυτό που συνέβη τελικά ήταν η καλύτερη λύση. Αντ΄ αυτού, παρακολουθείς την ταινία με γνήσιο ενδιαφέρον ως προς το τι θα γίνει, αλλά χωρίς να σου προκαλούνται έντονα συναισθήματα. Και το φινάλε, κατά τη γνώμη μου τουλάχιστον, επίσης δεν αποζημιώνει.
Τι μπορούμε να κρατήσουμε, ωστόσο, απ΄ αυτή την ταινία; Τις ερμηνείες των πρωταγωνιστών, σίγουρα, αν και δε χρειαζόταν να δούμε αυτή την ταινία για να μάθουμε ότι ο Κόλιν Φάρελ κι η Νικόλ Κίντμαν είναι εξαιρετικοί ηθοποιοί (πολύ καλός και ο νεαρός Barry Keoghan, που τον είδαμε και στο Dunkirk). Επίσης, την εξαιρετική σκηνογραφία, φωτογραφία και μουσική επένδυση, δείγματα των ικανοτήτων του Λάνθιμου, αν και όπως προανέφερα δεν ταίριαζαν με το συγκεκριμένο κόνσεπτ. Τέλος, κάποιες καλογυρισμένες σκηνές που θυμίζουν, αμυδρά έστω, αντίστοιχες από θρίλερ αγωνίες που έχουμε αγαπήσει.
Προσωπικά πιστεύω πως οι αδυναμίες αυτής της ταινίας κρίνονται στο γεγονός πως το συγκεκριμένο είδος μάλλον δεν ταιριάζει στο δημιουργό της (αν και, ως νέος και ανερχόμενος είχε κάθε δικαίωμα να το δοκιμάσει). Ο Λάνθιμος απέδειξε ξανά πως μπορεί να διατηρήσει το εκκεντρικό, φορμαλιστικό του στιλ προσαρμόζοντάς το στις απαιτήσεις ενός μεγαλύτερου, απαιτητικού κοινού και να δημιουργήσει μια άρτια σκηνοθετημένη ταινία, ωστόσο μάλλον δεν πρέπει να ξαναδοκιμάσει στο συγκεκριμένο είδος, το οποίο δεν ταιριάζει στο αδιαμφισβήτητο αλλά ιδιαίτερο ταλέντο του.