Δεν είχα δει την τελευταία ταινία του Παντελή Βούλγαρη όταν κυκλοφόρησε στους κινηματογράφους. Μεγάλη παράλειψη, όπως αποδείχθηκε. Την είδα πρόσφατα, με αφορμή την επέτειο της τραγικής Πρωτομαγιάς του ’44 την οποία και πραγματεύεται, και με βοήθησε να επιβεβαιώσω την άποψή μου πως ο σκηνοθέτης της αποτελεί σταθερή αξία για μια καλή ελληνική ταινία.
Το Τελευταίο Σημείωμα (2017) – Ιστορικό δράμα, 115΄
Σκηνοθεσία: Παντελής Βούλγαρης
Σενάριο: Παντελής Βούλγαρης & Ιωάννα Καρυστιάνη
Πρωταγωνιστούν: Ανδρέας Κωνσταντίνου, Αντρέ Χένικε, Μελία Κράιλινγκ, Τάσος Δήμας
Η ιστορία του κομμουνιστή Ναπολέοντα Σουκατζίδη, ο οποίος διετέλεσε διερμηνέας του Γερμανού διοικητή στις φυλακές Χαϊδαρίου, επί Κατοχής, μέχρι τη μοιραία εκτέλεση των διακοσίων την Πρωτομαγιά του 1944.
Ο Παντελής Βούλγαρης (Νύφες, Ψυχή Βαθιά, Μικρά Αγγλία) είναι ένας από τους πιο αξιόλογους και αναγνωρίσιμους Έλληνες σκηνοθέτες της σύγχρονης εποχής. Δεν έχει δημιουργήσει, κατά τη γνώμη μου τουλάχιστον, αυτό που λέμε αριστούργημα (ίσως να φταίει το γεγονός πως δεν επιχείρησε να ξενιτευτεί) αλλά κάθε φορά που βλέπεις το όνομά του στους τίτλους μιας ταινίας ξέρεις ότι αυτό που ακολουθεί είναι μια σοβαρή παραγωγή που τουλάχιστον θα βλέπεται.
Όπως στις περισσότερες ταινίες του, έτσι κι εδώ, ο Βούλγαρης αντλεί έμπνευση από ένα σημαντικό γεγονός της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας: την Κατοχή, γενικότερα, και την εκτέλεση, κατά τους τελευταίους μήνες της, διακοσίων αντιστασιακών φυλακισμένων στο σκοπευτήριο της Καισαριανής, ως αντίποινα για τη δολοφονία ενός Γερμανού υψηλόβαθμου αξιωματικού στη Λακωνία λίγες ημέρες νωρίτερα.
Ο Βούλγαρης διηγείται την ιστορία μέσα από τα μάτια του Ναπολέοντα Σουκατζίδη (Κωνσταντίνου), ενός νεαρού κομμουνιστή, έγκλειστου στις φυλακές Χαϊδαρίου, που είχε την τύχη (ή ατυχία, όπως το δει ο καθένας) να καταλήξει διερμηνέας του αυστηρού, τυπικού αλλά ενίοτε ανθρώπινου, μ΄ έναν οξύμωρο τρόπο, Γερμανού διοικητή των φυλακών (Χένικε).
Μια παράξενη σχέση αναπτύσσεται ανάμεσά τους, καθώς ο Ναπολέων αισθάνεται από τη μία τύψεις για το γεγονός πως κατά κάποιον τρόπο «υπηρετεί» τον εχθρό –κάτι για το οποίο του ασκούν συχνά κριτική οι συγκρατούμενοί του- αλλά ταυτόχρονα πιστεύει πως από τη θέση του μπορεί να κάνει πιο εύκολη τόσο τη δική του τη ζωή όσο και των υπολοίπων. Μέχρι να έρθει η μοιραία ώρα της εκτέλεσης, τουλάχιστον, μιας εκτέλεσης της οποίας μπορεί να αποτελεί θύμα κι ο ίδιος. Μπορεί και όχι.
Η ιδιότυπη αυτή σχέση μεταξύ του Γερμανού διοικητή και του Έλληνα φυλακισμένου-διερμηνέα, καθώς και η ψυχοσύνθεση των δύο ανδρών (κυρίως του δεύτερου) αποτελούν τους κύριους άξονες της ταινίας. Αν και θεωρητικά εμφανίζονται και διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο αρκετοί άλλοι χαρακτήρες, μεταξύ των οποίων και η μνηστή του Ναπολέοντα, το σενάριο δεν αφιερώνει χρόνο να τους αναπτύξει. Μόνο όταν μαθευτεί στη φυλακή η απόφαση της ομαδικής εκτέλεσης έχουμε την ευκαιρία να δούμε το συλλογικό πνεύμα των κρατουμένων-μελλοθανάτων, με σκηνές ενίοτε αληθινά συγκινητικές κι άλλοτε υπερβολικά μελοδραματικές.
Ένα στοίχημα για το Βούλγαρη στην ταινία αυτή ήταν να ισορροπήσει μεταξύ της ρεαλιστικής αφήγησης μιας συγκλονιστικής αλλά αληθινής ιστορίας και τον συναισθηματισμό που αναπόφευκτα αναπτύσσεται σε τέτοιες αφηγήσεις. Προφανώς μια ταινία που πραγματεύεται ένα τέτοιο θέμα πρέπει να σου προκαλεί έντονα συναισθήματα, αλλιώς έχει αποτύχει πλήρως, ωστόσο τα συναισθήματα αυτά πρέπει να έρχονται φυσικά χωρίς να τα «πιέζει» το σενάριο. Πλην δύο-τριών σκηνών υπέρτερου μελοδραματισμού που δικαιολογούνται μόνο ως έμφαση, ο Βούλγαρης δεν πέφτει στην παγίδα, με τη σκηνοθεσία του να περιέχει την αμεσότητα, τη μεστότητα και το ρεαλισμό που έχουμε αγαπήσει και σε παλαιότερες ταινίες του.
Ερμηνευτικά, ο Ανδρέας Κωνσταντίνου αποδίδει ικανοποιητικά, χωρίς ωστόσο να ξεχωρίζει ιδιαίτερα, τον πρωταγωνιστικό ρόλο, κάτι που κάνει όμως ο Αντρέ Χένικε. Ο έμπειρος και διακεκριμένος 60χρονος Γερμανός, ο οποίος ειδικεύεται σε ρόλους Ναζί (έχει υποδυθεί, μεταξύ άλλων, το Roland Freisler και τον Rudolf Hess) προσδίδει μια νότα φινέτσας και καθωσπρεπισμού σ΄ένα κατά τ΄άλλα σκληρό κι απάνθρωπο χαρακτήρα. Έπαινοι αξίζουν, επίσης, στην ταινία και για την απόδοση της ατμόσφαιρας της εποχής, από τα κοστούμια και τους διαλόγους μέχρι την απεικόνιση της βαρβαρότητας των Ναζί αλλά και της ελπίδας των κατακτημένων Ελλήνων, που μάθαιναν από μακριά τα νέα της προέλασης των Συμμάχων που έμελλε πολύ σύντομα να δώσει τέλος στον πόλεμο και την Κατοχή.
Αυτό είναι λοιπόν το Τελευταίο Σημείωμα, ανθρώπινο, ρεαλιστικό, με λίγες υπερβολές που συγχωρούνται και με μια παράξενη νότα νοσταλγίας (όχι για την Κατοχή, φυσικά, αλλά για τον χαρακτήρα που έδειξαν οι Έλληνες κατά τη διάρκειά της αλλά και συγκεκριμένα πριν από την εκτέλεση των διακοσίων). Ο Βούλγαρης μας μαθαίνει για άλλη μια φορά ελληνική ιστορία μ΄έναν καλαίσθητο τρόπο, το έργο κυλάει χωρίς να το καταλάβεις και παρότι δεν εντυπωσιάζει ούτε ξεχωρίζει, αποτελεί μια από τις καλύτερες ελληνικές παραγωγές των τελευταίων ετών.
Βαθμολογία: 7,5/10