Από τότε που τον είδαμε και τον αγαπήσαμε στο Taken, πριν από δέκα χρόνια, ο χαρισματικός Λίαμ Νίσον υποδύεται σχεδόν αποκλειστικά τον ίδιο ρόλο: αυτόν του μεσόκοπου (66 ετών αισίως) πλην σκληροτράχηλου και μπαρουτοκαπνισμένου, συνήθως πρώην αστυνομικού, οικογενειάρχη, ο οποίος τα βάζει με όλους και με όλα όταν κάποιος ή κάτι απειλεί τον ίδιο και τα αγαπημένα του πρόσωπα. Το ίδιο βλέπουμε κι εδώ, στην τρίτη συνεργασία του πολυβραβευμένου Ιρλανδού με το νεαρό σκηνοθέτη Jaume Collet-Serra, μια ταινία που προσπαθεί να αναβιώσει το κλασικό θέμα «ταινία μυστηρίου μέσα στο τρένο».
The Commuter (2018) – Θρίλερ δράσης, 105΄
Σκηνοθεσία: Jaume Collet-Serra
Σενάριο: Byron Willinger, Philip de Blasi & Ryan Engle
Πρωταγωνιστούν: Liam Neeson, Vera Farmiga, Patrick Wilson
Ένας μεσόκοπος πρώην αστυνομικός και νυν ασφαλιστής δέχεται μια παράξενη πρόταση από μια μυστηριώδη γυναίκα σ΄ένα τρένο. Λίγο η περιέργεια, λίγο η ανάγκη του για χρήματα τον κάνουν να δεχθεί, δίχως να γνωρίζει τις πολλαπλές και πιθανόν καταστροφικές συνέπειες.
Μετά από τρία Taken και καμιά δεκαριά ακόμα ταινίες με παρόμοιο περιεχόμενο και χαρακτήρα για τον ίδιο, έχουμε αρχίσει να βαριόμαστε να βλέπουμε το Λίαμ Νίσον στον ίδιο ρόλο να παίζει σε παρόμοιες μεταξύ τους ταινίες. Παρ΄όλα αυτά, η ταινία αυτή κατορθώνει κάπως να ξεφύγει από τα συνηθισμένα.
Ο Νίσον υποδύεται έναν οικογενειάρχη ασφαλιστή που χάνει ξαφνικά τη δουλειά του μετά από δέκα χρόνια και βρίσκεται σε πανικό. Καθώς παίρνει το τρένο για ακόμη μια φορά από το χώρο εργασίας προς το σπίτι του, μια άγνωστη γυναίκα (Farmiga) τον πλησιάζει προσφέροντάς του ένα μεγάλο ποσό για να εντοπίσει έναν επιβάτη, αγνώστων λοιπών στοιχείων εκτός από ένα ψευδώνυμο, και το όνομα της στάσης στην οποία πρόκειται να αποβιβαστεί.
Από κει και πέρα το κουβάρι ξετυλίγεται ολοένα πιο απειλητικό, με τον πρωταγωνιστή να προσπαθεί να εντοπίσει τον (ή την) εν λόγω επιβάτη κινώντας όσο το δυνατόν λιγότερες υποψίες, ενώ ο κλοιός σφίγγει γύρω του. Σύντομα διαπιστώνει πως η γυναίκα που τον προσέγγισε κρύβεται πίσω από πολύ ισχυρούς παράγοντες που έχουν πολλά να κερδίσουν ή να χάσουν από τον εντοπισμό του επιβάτη, και δε θα σταματήσουν πουθενά για να πετύχουν τους –άγνωστους, μέχρι το φινάλε, όπως και τα κίνητρα- στόχους τους.
Η ταινία υπόσχεται σασπένς, μυστήριο, ανατροπές και συγκλονιστικές εξελίξεις, και σε γενικό βαθμό τα καταφέρνει περίφημα. Το κλειστοφοβικό κλίμα του τρένου, μέσα στο οποίο εξελίσσεται πρακτικά ολόκληρη η ταινία, η ταύτιση του θεατή με τον πρωταγωνιστή και τα άγνωστα κομμάτια του παζλ που σιγά σιγά συμπληρώνονται κάνουν την ταινία ευχάριστη στην παρακολούθηση, με έντονο ενδιαφέρον και αγωνία μέχρι το φινάλε.
Όλα αυτά έρχονται μ΄ ένα τίμημα βέβαια. Ανατροπές και σασπένς, σίγουρα, αλλά με πλήρη έλλειψη ρεαλισμού (η κλισέ φράση «αυτά μόνο στις ταινίες» ταιριάζει γάντι), μια μάλλον προσχηματική υπόθεση με αρκετά κενά που «μπαλώνονται» χωρίς να πείθουν κανέναν, χαρακτήρες που εμφανίζονται από το πουθενά χωρίς να εξηγείται η δράση τους κι ένα φινάλε που προσπαθεί να μας τα πει όλα σε πέντε λεπτά, δημιουργώντας ωστόσο περισσότερα ερωτήματα απ΄όσα λύνει.
Ως αναπόφευκτο αποτέλεσμα, η ταινία αφήνει ανάμικτα συναισθήματα. Από τη μια μοιάζει ένα προχειροφτιαγμένο προσχηματικό πρότζεκτ που ήρθε απλά για να εκμεταλλευτεί το δεκαετές πια μομέντουμ του Λίαμ Νίσον με μοναδικό στόχο το box office. Από την άλλη μοιάζει ένα καλογυρισμένο φιλμ δράσης με όλα τα στοιχεία που πρέπει να διαθέτει μια αβανταδόρικη, αν κι όχι απαραίτητα ποιοτική, ταινία του είδους. Κατά τη γνώμη μου, αν σας αρέσουν οι ταινίες αυτές, δεν έχετε τίποτα να χάσετε αν τη δείτε. Αν πάλι όχι, δεν έχετε τίποτα να χάσετε αν δεν το κάνετε…