Από το 1967 έως το 1974 η Ελλάδα κυβερνώταν από μία στρατιωτική δικτατορία, η οποία ονομάστηκε Χούντα των Συνταγματαρχών ή Δικτατορία της 21ης Απριλίου. Το καθεστώς αυτό επιβλήθηκε με στρατιωτικό πραξικόπημα στις 21 Απριλίου 1967, εξ’ου και η ονομασία που προαναφέρθηκε. Η περίοδος της διακυβέρνησης αυτής χαρακτηρίζεται από το στρατιωτικό νόμο, ο οποίος είναι η νομοθεσία που ισχύει όταν ο στρατός παίρνει τον έλεγχο της πολιτικής διοίκησης της δικαιοσύνης, και διήρκεσε μέχρι τις 23 Ιουλίου 1974.
Ηγέτης του πραξικοπήματος και στη συνέχεια του δικτατορικού καθεστώτος ήταν ο Έλληνας αξιωματικός Γεώργιος Παπαδόπουλος. Αυτός μαζί με τους Στυλιανό Παττακό, ταξίαρχο τεθωρακισμένων και τον Νικόλαο Μακαρέζο, ταξίαρχο πυροβολικού, ανέτρεψαν τη νόμιμη κυβέρνηση εγκαθιδρύοντας στρατιωτική δικτατορία. Το καθεστώς αυτό είχε καταργήσει τις ατομικές ελευθερίες, είχε διαλύσει τα πολιτικά κόμματα και είχε εξορίσει, φυλακίσει και βασανίσει ανθρώπους για τις πολιτικές τους πεποιθήσεις. Απαγόρευσε τις φοιτητικές εκλογές στα πανεπιστήμια, στρατολόγησε υποχρεωτικά τους φοιτητές και επέβαλε μη εκλεγμένους αντιπροσώπους στην φοιτητική ένωση.
Αυτά είχαν ως συνέπεια τη δυσαρέσκεια των πολιτών και τη δημιουργία έντονων αντιδικτατορικών συναισθημάτων στους φοιτητικούς κύκλους. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αντίθεσης στη χουντική διακυβέρνηση αποτελεί ο φοιτητής Γεωλογίας Κώστας Γεωργάκης, ο οποίος αυτοπυρπολήθηκε δημόσια το 1970 στη Γένοβα της Ιταλίας. Ύστερα από αυτό το γεγονός, η πρώτη μαζική δημόσια εκδήλωση διαμαρτυρίας ήρθε στις 21 Φεβρουαρίου του 1973 από τους φοιτητές της Νομικής Σχολής των Αθηνών, που ζητούσαν την ανάκληση του νόμου που επέβαλε τη στράτευση ‘αντιδραστικών’ νέων. Οι αναταραχές ξεκίνησαν λίγο νωρίτερα, στις 5 Φεβρουαρίου, όταν οι φοιτητές του Πολυτεχνείου αποφάσισαν αποχή από τα μαθήματά τους. Στις 13 Φεβρουαρίου πραγματοποιήθηκε διαδήλωση μέσα στο Πολυτεχνείο και η χούντα παραβίασε το πανεπιστημιακό άσυλο, δίνοντας εντολή στην αστυνομία να επέμβει. Έντεκα φοιτητές συνελήφθησαν και παραπέμφθηκαν σε δίκη.
Η εξέγερση του Πολυτεχνείου ήταν μια μαζική εκδήλωση της λαϊκής αντίθεσης στο χουντικό καθεστώς και εντάθηκε στις 14 Νοεμβρίου 1973, όπου και έγινε η κατάληψη του Μετσόβιου Πολυτεχνείου Αθηνών από σπουδαστές. Την επόμενη ημέρα τέθηκε σε λειτουργία ο ραδιοφωνικός σταθμός του Πολυτεχνείου και εκφωνητές ήταν η Μαρία Δαμανάκη, ο Δημήτρης Παπαχρήστος και ο Μίλτος Χαραλαμπίδης. Στις 8 το πρωί η Σύγκλητος του Ιδρύματος σε έκτακτη συνεδρίαση στα κτίρια του Ζωγράφου αποφάσισε να στείλει έγγραφο στην κυβέρνηση και να ζητήσει να μη γίνει επέμβαση στο Πολυτεχνείο. Την Παρασκευή 16 Νοέμβρη στήθηκαν οδοφράγματα και πραγματοποιήθηκαν δύο μεγάλες διαδηλώσεις στην Πανεπιστημίου και στη Σταδίου. Το απόγευμα οι διαδηλωτές στο χώρο αυξήθηκαν. Η αστυνομία προχώρησε σε πυροβολισμούς και τη χρήση τεθωρακισμένων οχημάτων. Το πρωί της 17ης Νοεμβρίου η εξέγερση κορυφώθηκε με την εισβολή, στις 3 τα ξημερώματα, άρματος μάχης που βρισκόταν έξω από την πύλη. Ελεύθεροι σκοπευτές της αστυνομίας άνοιξαν πυρ από γειτονικές ταράτσες, ενώ άνδρες της ΚΥΠ καταδίωκαν διαδηλωτές και φοιτητές. Η ημέρα αυτή σημαδεύτηκε με αιματοχυσία και αποκατέστησε έτσι τον σχετικό στρατιωτικό νόμο που απαγόρευε τις συγκεντρώσεις και την κυκλοφορία. Αποσταθεροποίησε ωστόσο το χουντικό καθεστώς, το οποίο ανατράπηκε ύστερα και από την τουρκική εισβολή στην Κύπρο.
Ο αριθμός των νεκρών και τραυματιών δεν είναι ακριβής, με πολλούς να υποστηρίζουν ότι ανέρχονται σε εκατοντάδες και χιλιάδες αντίστοιχα. Ανάμεσα στα θύματα που αναγνωρίστηκαν βρίσκονται ο 19χρονος Μιχάλης Μυρογιάννης, ο μαθητής λυκείου Διομήδης Κομνηνός και ένα πεντάχρονο αγόρι που εγκλωβίστηκε σε ανταλλαγή πυρών στου Ζωγράφου.
Στις 30 Δεκεμβρίου του 1975 εκδόθηκε η απόφαση του δικαστηρίου το οποίο κήρυξε ένοχους τους 20 από τους 32 κατηγορούμενους, αθωώνοντας 12. Οι πιο ¨βαριές¨ ποινές επιβλήθηκαν στους Γεώργιο Παπαδόπουλο (εν ενεργεία δικτάτορας την περίοδο της εξέγερσης), Δημήτριο Ιωαννίδη (αρχηγός της ΕΣΑ την περίοδο της εξέγερσης), Σταύρο Βαρνάβα (αντιστράτηγος Ε.Α.), Νικόλαο Ντερτιλή (ταξίαρχος Ε.Α.).