«Χάραξε ο Αυγερινός ευχών σημάδια πάνω στον ουρανό σου, ανέσπερες ελπίδες γίνονται φάρος για να τις ακολουθούν οι χτύποι της καρδιάς σου. Κι ένας ορίζοντας βαμμένος στων ονείρων σου τις αποχρώσεις φιλοδοξεί να κλείσει μέσα του σαν αλμυρό κοχύλι της θαλάσσης όλες εκείνες τις στιγμές που σου κλέψανε πολύτιμες ανάσες»…
Θυμάσαι εκείνες τις ευχές που έπλεκα ενδελεχώς και απεριφράστως και σου τις περνούσα με ευλάβεια γύρω από τον λαιμό; Εκείνες τις ευχές που σου μαρτυρούσαν απόκρυφα συναισθήματά μου, την ύπαρξη των οποίων συχνά αγνοούσες, γιατί ενίοτε αρέσκονταν στο να κρύβονται από το οπτικό σου πεδίο; Φυσικά και θυμάσαι. Μα κι αν ακόμα η λήθη ξεχύνεται μες στα σοκάκια του μυαλού σου απειλώντας να σβήσει κάθε ίχνος μου, έχω μνήμης αέρηδες για συμπαραστάτες σε μια σκευωρίας ανατροπή.
Κι όμως πάλι επέλεξες να τυλιχτείς μέσα σε εκείνη την ηθελημένη σιωπή σου. Επέλεξες να εναγκαλιστείς την ασφάλεια μιας άγνοιας που χαράζει άλικες ρανίδες στην επιφάνεια της ψυχής μου. Σφαλίζεις τα μάτια έμπροσθεν μου και γίνεσαι αρνητής μιας αλήθειας που σε έχει χρίσει επίκεντρό της.
Δεν δύναμαι να σου εναντιωθώ, ωστόσο. Καρπώνομαι την ιδιότυπη προδοσία σου με μια απροσδιόριστη επιβεβαίωση περί ανθρώπινης αδυναμίας. Κι αντί οργής, ανταλλάσσω την θλίψη μου με μια φευγαλέα σκέψη… την σκέψη πως έγινα τελικά μια από τις χαμένες ευχές σου. Μια από αυτές που έστειλα με σαφή ένδειξη για τον αποστολέα και όμως βρέθηκαν τα ίχνη της στα «μονίμως απολεσθέντα»…