Τον επόμενο μήνα, και συγκεκριμένα στις 4 Μαρτίου είναι η τελετή απονομής των βραβείων Oscar. Οι υποψηφιότητες έχουν βγει και φυσικά έχω αρχίσει -όπως θα πρέπει να κάνεις και εσύ- να προετοιμάζομαι για την μεγάλη βραδιά βλέποντας τις ταινίες. Έτσι, λοιπόν, θα αρχίσουμε με μια ταινία, το Phantom Thread, που είναι υποψήφια σε έξι κατηγορίες. Σε ποιες; Στην κατηγορία καλύτερης ταινίας, για Α’ αντρικό και Β’ γυναικείο ρόλο, για σκηνοθεσία, για πρωτότυπη μουσική επένδυση και για ενδυματολογία. Πριν περάσουμε στην κριτική και το αν αξίζει όντως τη θέση της σε αυτές τις κατηγορίες, ας δούμε την ιστορία της ταινίας.
Βρισκόμαστε στο Λονδίνο την δεκαετία 1950. Ο Reynolds Woodcock (Daniel Day-Lewis) είναι καταξιωμένος μόδιστρος και ζει στο σπίτι-ατελιέ του με την αδερφή του Cyril (Lesley Manville). Η ζωή του θα αναστατωθεί όταν γνωρίζει και ερωτεύεται την ατίθαση Alma (Vicky Krieps), η οποία θα γίνει η μούσα και η αρωγός του στην δουλειά και στην ζωή. Και οι δύο, όμως, έχουν έντονες προσωπικότητες και παρά τα συναισθήματα που τρέφουν ο ένας για τον άλλο δυσκολεύονται να κρατήσουν τις ισορροπίες. Θα καταφέρουν να διατηρήσουν ζωντανή την σχέση τους ή θα χρειαστεί η Cyril να διώξει την Alma όπως έκανε και με τις υπόλοιπες ερωμένες του Reynolds όταν έπαυε πλέον να ενδιαφέρεται για εκείνες;
Και τώρα η δική μου ταπεινή γνώμη. Ένα από τα αγαπημένα μου και θεωρώ από τα καλύτερα στοιχεία της ταινίας είναι ο φωτισμός. Όλη η ταινία έχει ένα γλυκό, παλιακό χρώμα, που δίνει την αίσθηση μιας παλιάς εποχής που το χρειάζεται καθώς όπως είπαμε η ιστορία εξελίσσεται σε προηγούμενο αιώνα. Και μάλιστα, από την αρχή φαίνεται η προσοχή που δόθηκε στον φωτισμό, αφού η ταινία αρχίζει με την Alma να μιλάει ενώ υπάρχει μια κοκκινωπή λάμψη λόγω της φωτιάς που καίει στο τζάκι. Το φως αυτό σε συνδυασμό με τα κάπως μακάβρια λόγια της Alma δημιουργούν ένα ζοφερό και μυστηριώδες κλίμα στο οποίο φαίνεται να κυριαρχεί ο θάνατος και η σημασία του εξηγείται στο τέλος. Διευθυντής φωτογραφίας, αλλά και σκηνοθέτης είναι ο Paul Thomas Anderson. Υπάρχουν πολλά όμορφα πλάνα τόσο με φυσικά τοπία όσο και με τα ρούχα που φτιάχνει ο Reynolds ή με τους ίδιους τους χαρακτήρες. Και σε αρκετές σκηνές η κάμερα τοποθετείται σε ασυνήθιστες θέσεις, όπως λίγο ψηλότερα από το πάτωμα δημιουργώντας εντυπωσιακά πλάνα. Και φυσικά σε μια ταινία που ο πρωταγωνιστής της είναι μόδιστρος έχουμε την ευκαιρία να δούμε όχι μόνο όμορφα φορέματα αλλά και την διαδικασία δημιουργίας τους. Για τα φορέματα που εμφανίστηκαν υπεύθυνος είναι ο Mark Bridges.
Ο Paul Thomas Anderson πέρα από τις παραπάνω αρμοδιότητές του είναι υπεύθυνος και για το σενάριο. Για αυτό έχω να πω ότι λέγονται μόνο όσα χρειάζονται χωρίς φλυαρίες. Και η σιωπή σε ορισμένες στιγμές λέει παραπάνω από όσα θα μπορούσαν να εκφραστούν με λόγια. Βέβαια, κάποιες φορές τα λόγια των ηθοποιών δεν είναι ρεαλιστικά και ακούγονται σαν φανφάρες και θεατρικά. Επίσης, αν και γενικά σαν ταινία μπορεί σε κάποιους να φαίνεται βαρετή, καθώς απλά βλέπουμε την ζωή ενός ιδιότροπου και κάπως ανώριμου μόδιστρου, η ταινία εύστοχα αναδεικνύει το θέμα της αγάπης και το ποιος μέσα στην σχέση κατέχει τον κυρίαρχο ρόλο. Αν και ακούγεται κάπως εγωιστικό προβάλλεται με πολύ ανθρώπινο και τρυφερό τρόπο. Ο Reynolds παρά την φήμη, την καταξίωση και την δύναμη που έχει, επιθυμεί να εγκαταλείπει για λίγο τον κυρίαρχο ρόλο του και να αφήνεται ολοκληρωτικά στις φροντίδες της Alma, γιατί του λείπει η μητέρα του την οποία αγαπούσε πολύ, αλλά πέθανε νέα. Η Alma, από την άλλη πλευρά, αν και φαίνεται να μην την ενοχλεί ότι ο Reynolds έχει τον πρώτο λόγο, έχει και αυτή την ανάγκη να ξέρει ο Reynolds ότι μπορεί να στηριχτεί πάνω της και μέσα από τις δικές της ενέργειες να ξεπεραστούν όποια εμπόδια έρχονται στον δρόμο του. Η εξήγηση για αυτή την τάση της Alma είναι η αγάπη της για αυτόν. Μία ακόμα εξήγηση που μπορεί να δοθεί θεωρώ ότι είναι η έλλειψη οικογένειας και άλλων κοντινών ανθρώπων, καθώς από την προφορά της Alma καταλαβαίνουμε ότι κατάγεται από μια άλλη χώρα και μάλλον ζει μόνη της στο Λονδίνο, αφού δεν γίνεται καμία αναφορά σε κάποιο συγγενικό ή φιλικό πρόσωπο. Η μοναξιά μπορεί να δημιούργησε αυτή την ανάγκη της να νοιάζεται και να φροντίζει τουλάχιστον ένα άτομο και το άτομο αυτό να την χρειάζεται πάντα δίπλα του.
Όσον αφορά την υποκριτική, όλοι οι ηθοποιοί είναι άψογοι και άριστοι. Ο Daniel Day-Lewis, ο οποίος βοήθησε μάλιστα τον Anderson στην συγγραφή του σεναρίου, έδωσε μια φυσικότατη ερμηνεία, ειδικά από την στιγμή που δήλωσε ότι αυτή θα είναι η τελευταία ταινία της καριέρας του. Την προσοχή τραβάει όμως η Lesley Manville και από υποκριτικής απόψεως και λόγω του χαρακτήρα, καθώς αυτή είναι η μόνη που παραμένει δυνατή και αντέχει τις δυσκολίες της ζωής και δεν επηρεάζεται από τα επαγγελματικά και προσωπικά δεινά.
Συμπέρασμα; Αν σου αρέσουν οι ταινίες δράσης, καλύτερα να μην αφιερώσεις χρόνο για την συγκεκριμένη ταινία. Αν, όμως, σου αρέσουν οι ταινίες εποχής και οι κουλτουριάρικες ταινίες, που ψάχνεις να βρεις το συνήθως εκλεπτυσμένο νόημα και μήνυμά τους, τότε σίγουρα το Phantom Thread θα σε ενθουσιάσει. Όσο για τις προβλέψεις μου για την πορεία του στα Oscars -και χωρίς να έχω δει τις υπόλοιπες ταινίες- πιστεύω ότι έχει πιθανότητες να νικήσει στις κατηγορίες Α’ αντρικό, Β’ γυναικείο ρόλο, μουσικής επένδυσης και ενδυματολογίας. Αλλά θα πρέπει να περιμένουμε μέχρι τις 4 Μαρτίου για να μάθουμε.