Ο φόβος σε μια απλή προσέγγιση του, είναι ένα βασικό συναίσθημα που προκαλείται στον άνθρωπο όταν αυτός συνειδητοποιήσει την ύπαρξη ενός πραγματικού ή πλασματικού κινδύνου ή απειλής. Πρόκειται για μία φυσιολογική αντίδραση του οργανισμού, με προστατευτικό χαρακτήρα, η οποία μπορεί να πραγματοποιηθεί ακόμα και ασυνείδητα. Αν και το συναίσθημα του φόβου μπορεί να είναι μια στιγμιαία αντίδραση σε κάτι που συμβαίνει στο παρόν, συνήθως σχετίζεται με μελλοντικά γεγονότα, καταστάσεις ή συμπεριφορές.
Το συναίσθημα του φόβου, της ανασφάλειας, της θλίψης, του άγχους και η γενικότερη αίσθηση της αβοηθησίας γίνεται ιδιαίτερα αντιληπτή στη σημερινή κοινωνία και τα ΜΜΕ επιβαρύνουν αυτή τη συναισθηματική φόρτιση με τη χρήση πληθώρας μέσων χειραγώγησης.
Έχοντας ως δεδομένο ότι ο φόβος μπορεί επίσης να βιωθεί μέσα από μία μεγαλύτερη ομάδα ή κοινωνικό σύνολο και οτι μπορεί να συνδυάζεται με την κοινωνική επιρροή και να γίνει μαζική υστερία, αντιλαμβανόμαστε ότι μία από τις σημαντικότερες τεχνικές είναι η συνεχής υπενθύμιση της αδυναμίας του κοινού να ορίζει τη ζωή του. Το παραπάνω επιτυγχάνεται έμμεσα, με τη συνεχή παρακολούθηση της τραγωδίας άλλων ανθρώπων καθώς επίσης την προβολή των κινδύνων και των καταστροφών στην παγκόσμια σφαίρα. Επιπλέον τα media έχοντας στη διάθεση τους την κατάλληλη οπτικοακουστική πλαισίωση, έχουν τη δύναμη και στρέφουν την προσοχή του κοινού στα συναισθηματικά φορτισμένα σημεία του περιεχομένου της είδησης, αφήνοντας την ουσία των γεγονότων να ξεγλιστρήσει. Νευροβιολογικές μελέτες αποδεικνύουν ότι ένα αισθητηριακό ερέθισμα έχει τη δυνατότητα να μας συγκινήσει μέσα σε 200χιλιοστά του δευτερολέπτου, πριν ακόμα αποκτήσουμε επίγνωση. Με άλλα λόγια, πρώτα συγκινούμαστε και μετά προσπαθούμε να καταλάβουμε τι συνέβη.
Σε ένα πείραμα που διενεργήθηκε από τον Seligman το 1967, δημιουργήθηκε για πρώτη φορά ο όρος ¨Learned Helplessness¨ ή αλλιώς ¨Επίκτητη αίσθηση Αδυναμίας¨. Στόχος του πειράματος ήταν η εύρεση τεχνικών πρόκλησης φόβου στα ζώα. Κατά τη διάρκεια του πειράματος ο Seligman προκαλούσε ηλεκτρικά σοκ σε σκυλιά. Στην Α ομάδα τα σκυλιά είχαν τη δυνατότητα να γλυτώσουν τα σοκ με ένα μοχλό, δυνατότητα που απουσίαζε από τα σκυλιά της ομάδας Β. Μετά από κάποιες επαναλήψεις όμως, δόθηκε και στα σκυλιά της δεύτερης ομάδας η δυνατότητα να γλυτώσουν, κάποιες φορές, τα σοκ με ένα μοχλό. Αυτό που παρατηρήθηκε ήταν οτι ακόμα κι όταν τα σκυλιά της ομάδας Β καταλάβαιναν ότι μπορούσαν να απελευθερωθούν από τα σοκ, δεν έμπαιναν στη διαδικασία να γλυτώσουν! Διότι δε μπορούσαν να ελέγχουν την κατάσταση!! Έμοιαζαν απελπισμένα και αποδέχονταν στωικά τον πόνο.
Αργότερα, στα αντίστοιχα πειράματα σε ανθρώπους, τα ηλεκτροσόκ αντικαταστάθηκαν από αφόρητα δυνατούς θορύβους, φέρνοντας παρόμοια αποτελέσματα. Οι άνθρωποι υπέμεναν το θόρυβο ακόμα κι όταν τους δινόταν η δυνατότητα να διακόψουν τη συμμετοχή τους από το πείραμα.
Το γενικότερο συμπέρασμα των ερευνών ήταν ότι όταν οι ζωντανοί οργανισμοί αποτυγχάνουν συστηματικά να ελέγξουν τι πρόκειται να τους συμβεί, εξελίσσονται σταδιακά απαθείς, αδρανείς και δυσπροσάρμοστοι και παραιτούνται από οποιαδήποτε προσπάθεια να αντιδράσουν στα επερχόμενα δυσάρεστα συμβάντα ακόμα κι όταν η δράση είναι εφικτή και έχει πιθανότητες να είναι αποτελεσματική.
Δύο, λοιπόν, είναι οι προϋποθέσεις για τη μετατροπή ενός δραστήριου οργανισμού σε απαθή: α) ένα περιβάλλον ανεξέλεγκτο (π.χ. ο φόβος της ανεργίας, της χρεοκοπίας κ.α.), β) η πεποίθηση ότι οι συνθήκες είναι μη αναστρέψιμες κι επομένως η δράση δε θα επιφέρει καμία αλλαγή.
Η αυξημένη αδιαφορία και η απάθεια λοιπόν που παρατηρείται σήμερα, είναι ¨δικαιολογημένη¨ όταν οι πραγματικές και οι εικονικές συνθήκες συνεχώς “υπενθυμίζουν” ότι η δράση είναι μάταιη.
Για την ανατροπή της κατάστασης αυτής απαιτείται η κατανόηση της λειτουργίας των μηχανισμών και η δημιουργία αντιπαραθετικών δομών που θα διαμορφώσουν μια διαφορετική κουλτούρα “φιλική προς τους αποδέκτες”.