Tα Μάρμαρα του Παρθενώνα: Από την Μελίνα Μερκούρη έως την Αμάλ Αλαμουντίν.
Η επιστροφή των μαρμάρων του Παρθενώνα απασχολεί και πάλι την ελληνική επικαιρότητα. Αυτήν την φορά αφορμή στάθηκε η επίσκεψη της επιτυχημένης δικηγόρου Αμάλ Αλαμουντίν, η οποία έχει ήδη αναλάβει την ‘υπεράσπισή’ τους.
Είναι όμως ένα τόσο απλό ζήτημα ο επαναπατρισμός των μαρμάρων; Ή μήπως το συνοδεύουν αρκετά παρεπόμενα που οφείλουν να προσπελαστούν προτού γίνουν οποιεσδήποτε διεκδικήσεις επιστροφής τους;
Η ιστορία των γλυπτών του Παρθενώνα και του Ερεχθείου έχει απασχολήσει αρκετές φορές και όχι άδικα την παγκόσμια ειδησεογραφία. Ο τρόπος που αποκόπηκαν από τα μνημεία πολιτισμού στα οποία και ανήκαν – Ναός Αθηνάς και Ερεχείου – , στην συνέχεια το ταξίδι τους και ύστερα η εγκατάστασή τους στο Βρετανικό Μουσείο είναι λίγο πολύ γνωστά σε όλους.
Αυτό που προβληματίζει ιδιαίτερα είναι οι λόγοι για τους οποίους η Μεγάλη Βρετανία αρνείται την επιστροφή τους στον τόπο τους, πόσο μάλλον – σήμερα – που η έκθεση του οποιουδήποτε ευρήματος προτείνεται να γίνεται in situ – δηλαδή στον τόπο της ανακάλυψής τους. Το Βρετανικό υποστήριξε και υποστηρίζει ότι τα γλυπτά αποτελούν θησαυρό – μνημείο – παρακαταθήκη που ανήκει σε όλους. Έτσι, θεωρείται ότι δεν υπάρχει καλύτερο μέρος να εκτίθενται παρά σε αυτό. Το ερώτημα όμως είναι για ποιο λόγο η ελληνική πλευρά να μην είναι σε θέση να παρουσιάσει τον εαυτό της με τέτοιο τρόπο ώστε να πείσει ότι και αυτή με την σειρά της είναι ικανή να εκθέσει τα γλυπτά προσφέροντας ότι και το Βρετανικό.
Την απάντηση έδωσε η αείμνηστη Μελίνα Μερκουρη: ‘Η Ελλάδα πρέπει να πρωταγωνιστεί για τον Πολιτισμό, η Ελλάδα αυτό είναι η κληρονομιά της, αυτή είναι η περιουσία της, αν το χάσουμε αυτό δεν είμαστε κανείς’. Δεν υπάρχει δυστυχώς στην Ελλάδα αυτήν την στιγμή μια ενιαία εθνική και κρατική πολιτική, απόλυτα συντονισμένη και συγκεντρωμένη στο θέμα του πολιτισμού. Και σαφως αυτό δεν αφορά μόνο τα Μάρμαρα. Αφορά το σύνολο των μνημείων και των ευρημάτων που βρίσκονται απλόχερα σπαρμένα στον ελλαδικό χώρο. Η γη κατ΄ουσία ‘γεννά’ καθημερινά ασύλληπτες στιγμές τέχνης και πολιτισμού. Ποιες από αυτές είναι αληθινά όμως αξιοποιήσιμες, είναι ένα ερώτημα στο οποίο η απάντηση είναι αποκαρδιωτική. Ένα ταξίδι στα ελληνικά νησιά, εκτός από τα ‘τουριστικά’ και στην ελληνική περιφέρεια αποδεικνύει του λόγου το αληθές. Άγνωστα ‘αρχαϊκά’, κλασσικά, ελληνιστικά, νεότερα μνημεία τέχνης, σκονισμένα λαογραφικά μουσεία, ανύπαρκτοι ξεναγοί, άνεργοι αρχαιολόγοι.
Στην σχετικά νέα επιστήμη και για την Ευρώπη πόσο μάλλον για την Ελλάδα, ένας από τους πρώτους κανόνες για τους σπουδαστές είναι η σχέση με τους πολίτες και την διαφήμιση, το μαρκετινγκ. Δεν υπάρχει κάτι τέτοιο στην Ελλάδα. Δεν υπάρχει επίσης καμιά γνώση – ουσιαστική – επί του θέματος, η οποία να είναι ικανή να αντιμετωπίσει τον κολοσσό των μουσειολογικών επιστημών που λέγεται Μεγάλη Βρετανία. Η χώρα μας διαθέτει πολλούς κρυμμένους θησαυρούς και αυτοί δεν είναι τα αρχαιολογικά και άλλα ευρήματα ούτε τα μνημεία είναι η διάθεση, η γνώση και η απαραίτητη εξειδίκευση προκειμένου να πράξει συντονισμένα εκείνες τις ενέργειες που απαιτούνται για την επιστροφή των μαρμάρων.
Η οποιαδήποτε διαφήμιση ή προβολή είναι καλή. Το παγκόσμιο στερέωμα οφείλει να γνωρίζει όχι μόνο την ακρόπολη των Αθηνών αλλά και οτιδήποτε άλλο ‘φιλοξενείται΄ στον ελλαδικό χώρο, όπως γνωρίζει και επισκέπτεται τα αντίστοιχα της Ευρώπης. Αν παραλληλίσει κανείς την έκταση της χώρας και την αναλογία των μνημείων σίγουρα έχει να προσφέρει πολλά περισσότερα από οποιαδήποτε άλλη. Η επίσκεψη της κ. Αλαμουντίν λοιπόν αποτελεί ευκαιρία προς αξιοποίηση. Είναι ευθύνη επομένως των ιθυνόντων να πείσουν τον τύπο και τα μέσα και μέσω αυτών τους πολίτες ότι οφείλουμε όλοι να κινηθούμε πλέον προς μια κατεύθυνση: Αυτήν της σωστής και παραγωγικής προβολής του ελληνικού πολιτισμού, που αποτελεί την μοναδική μας βαριά βιομηχανία.
Για το τέλος ας κρατήσουμε τα λόγια της Μερκούρη: ‘Υπάρχουν δηλαδή πολλοί Παρθενώνες στον κόσμο