Οδηγώντας σήμερα αρκετή ώρα μετά τη βροχή στην αγκαλιά της ομίχλης, ήταν ευτύχημα που όφειλα εγρήγορση για τις τρεις κόρες που έσερνα μαζί μου, ειδάλλως θα μπορούσα πολύ ευχαρίστως να παραδοθώ.
Και σαν ειρωνεία, να με ρωτούν επίμονα αν η ομίχλη έχει υπόσταση, αν ξαπλώσουν σε ένα σύννεφο θα πέσουν κάτω ή θα είναι όπως φαίνεται μαλακά και υπέροχα, και πόσο θα ήθελαν μια μέρα να το κάνουν πραγματικά.
Θυμήθηκα.
Κρατάω την ομίχλη και παίζω, είναι τόσο απαλή, την πλάθω και γεμίζω τα κενά γύρω μου… Η επιφάνεια γίνεται ομαλή και ομοιόμορφη. Βουλιάζεις μέσα της και χάνεσαι, σ’ αγκαλιάζει και βυθίζεσαι στο απόλυτο, σε απορροφάει και σε αφομοιώνει… Την αγγίζεις και σε κεντρίζει, αναριγάς με την αφή, με την σκέψη μόνο αφήνεσαι… Σε πάει… Ανεβαίνεις και κατεβαίνεις αρμονικά, γυρίζεις και πέφτεις αργά, περνάει από μέσα σου και σε διατρυπά απαλά, σε γεμίζει και σε ολοκληρώνει, φράζει τις ρωγμές που σ’ άφησαν άλλοτε, σε λειαίνει, σε αναπλάθει, σε ζυμώνει, και σιγά, αργά, σε αναλώνει, σε εξουδετερώνει, και φθίνεις εκούσια, σβήνεις σε μια απόλυτη ακεραιότητα, εσύ δεν είσαι πια παρά ένα κομμάτι της, δεν υπάρχεις.
Γρήγορα συνήλθα και απάντησα ορθολογικά ότι η ομίχλη όπως και το σύννεφο είναι απλώς σταγόνες σε λεπτή διασπορά στον αέρα, περισσότερο για να ξενερώσω τον εαυτό μου παρά για να τους διδάξω….
Και για να αντιπαρέλθω ισχυρότερα το νανούρισμα της όλης φαντασίωσης, θυμήθηκα επίσης.
Οδηγώντας προ δεκαπενταετίας προς νότο με πηχτή ομίχλη, μαλακισμένη ταχύτητα, ακατάλληλο αμάξι, και ευτυχώς χωρίς κανένα παιδί ακόμα, κόντεψα να πάρω μαζί μου το βαρέλι που (γιατί άραγε;) ήταν τοποθετημένο σε ανενεργά διόδια… Ευτυχώς που γελάσαμε τόσο πολύ με τις συχνές πινακίδες «ΑΤΤΕΝΤΙΟΝ, FOG!» τις οποίες μέσα στην σαχλαμάρα της έντασης διαβάζαμε «ATTENTION, FROG!» και φαντασιωνόμασταν το τερατώδες απειλητικό βατράχι, μεταμορφωμένο ενίοτε και σε βαρέλι, να παραμονεύει….
Η επαναφορά πέτυχε. Σήμερα φτάσαμε σώοι και αβλαβείς στο σπίτι μας.
Ακόμα όμως νιώθω, νομίζω και εκείνες, ένα απαλό περιτύλιγμα γύρω από την καρδιά μου, ίσως να είναι πράγματι η ομίχλη, ποιος ξέρει;