Από την νοητή γραμμή του Αρκτικού Πολικού Κύκλου μέχρι τον 60ο παράλληλο βρίσκεται το βορινότερο τμήμα της βόρειας Αμερικής που έχει απασχολήσει την ανθρώπινη δραστηριότητα. Η επίδραση που δέχτηκε η περιοχή από τους παγετώνες της τεταρτογενούς περιόδου (ή ανθρωπογενούς περιόδου, χρονολογία έναρξης της, ένα εκατομμύριο χρόνια πριν), άφησε την επίδρασή της στη μορφολογία του εδάφους, τον προσανατολισμό του υδρογραφικού δικτύου και την αφθονία των λιμνών και αφετέρου το ψυχρό κλίμα, ημιπολικό και πολικό που διατηρεί αιώνια παγωμένες εκτεταμένες επιφάνειες της στεριάς και της θάλασσας. Λόγω του κλίματος μεγάλο τμήμα του εδάφους είναι άγονο, με εκτεταμένα δάση κωνοφόρων δέντρων και λιβάδια, με το υπέδαφος όμως να είναι πλούσιο σε ορυκτά.
Ιδιαίτερα ο χρυσός απαντάται σε αφθονία σε χρυσοφόρα πετρώματα, συχνά φλέβες, που η εκμετάλλευσή τους γίνεται μέσω ορυχείων ή αν βρίσκεται σε χρυσοφόρες προσχώσεις, μέσω κοσκινίσματος σε ποταμούς και λατομεία.
Η ανακάλυψη και οι απαρχές της εξόρμησης των χρυσοθήρων
Ο George W. Carmack, Αμερικανός χρυσοθήρας γίνεται ο πρώτος άνθρωπος που ανακαλύπτει χρυσό στη κοίτη του ποταμού Κλοντάικ, παραποτάμου του ποταμού Γιούκον καθώς ψάρευε σολομούς. Η ανακάλυψη του George W. Carmack θα πυροδοτούσε το τελευταίο μεγάλο πυρετό του χρυσού της δυτικής Αμερικής αλλά και την τελευταία μεγάλη ευκαιρία για τυχοδιωκτικό πλουτισμό που θα είχαν οι χρυσοθήρες της Βορείου Αμερικής, όπως και την τελευταία σελίδα στη μυθολογία αυτό που σήμερα ονομάζουμε Άγρια Δύση.

George W. Carmack, 1860-1922, του αποδίδεται η ανακάλυψη χρυσών κοιτασμάτων στη περιοχή του Κλοντάικ. Η πατρότητα της ανακάλυψης του έχει αμφισβητηθεί κατά καιρούς.
Ο ίδιος ο Carmack δεν υπήρξε ιδιαίτερα πετυχημένος χρυσοθήρας. Ταξίδεψε στην Αλάσκα το 1881, παρασυρόμενος από τα δημοσιεύματα για ανακάλυψη χρυσού στο Τζούνο (πρωτεύουσα της πολιτείας Αλάσκα). Αποτυγχάνοντας να αποκομίσει οποιοδήποτε όφελος κατευθύνθηκε βορειότερα στην έρημη περιοχή του Γιούκον, ύστερα από προτροπή ενός άλλου χρυσοθήρα του Robert Henderson. Στις 16 Αυγούστου 1896 ο ίδιος και δύο μέλη της τοπικής φυλής των Tagish σε μία εκδρομή ψαρέματος θα ανακάλυπταν ότι φλέβα χρυσού θα βρισκόταν στη ρηχή επιφάνεια του ρυακιού του Λαγού, παραποτάμια του ποταμού Κλοντάικ. Την επόμενη άνοιξη και καλοκαίρι θα ακολουθούσαν επακόλουθες αποστολές που θα ανακάλυπταν ευμεγέθη αποθέματα πολύτιμου μετάλλου.
Τα νέα για την ανακάλυψη του χρυσού σύντομα θα διαδιδόταν αστραπιαία σε Καναδά και Ηνωμένες Πολιτείες και μέσα σε δύο χρόνια εκατό χιλιάδες χρυσοθήρες θα κατέκλυζαν μια άλλοτε παρθένα περιοχή της Καναδέζικης ενδοχώρας.
Ο πυρετός του Χρυσού του Κλοντάικ θα έφτανε στη κλιμάκωση του στα μέσα του Ιουλίου του 1897 όταν δύο ατμόπλοια έφτασαν από το Γιούκον στο Σαν Φρανσίσκο και το Σιάτλ, φέρνοντας στις αντίστοιχες περιοχές πάνω από δύο τόνους χρυσού. Εφημερίδες όπως η Seattle Post Intellinger και άλλες θα γέμιζαν με ιστορίες χρυσού και θα ευαγγελίζονταν μεγάλη περιουσία για όποιον τολμηρό έκανε το ταξίδι μέχρι τη παγωμένη εκείνη γωνία του Καναδά. Μια ολόκληρη αγορά πώλησης χαρτών για εύρεση χρυσού (πολλές φορές πλαστών) και συνεργείων εξοπλισμού ορυχείων θα αναπτυσσόταν τάχιστα. Χιλιάδες νέοι της ενδοχώρας της δυτικής ακτής των Ηνωμένων Πολιτειών θα μαγνητίζονταν από την ιδέα ότι η επόμενη μεγάλη ανακάλυψη ενός μεταλλευτικού θησαυρού θα ανήκε σε αυτούς και θα έπαιρναν και αυτοί την τολμηρή απόφαση για την αναζήτηση χρυσού στην περιοχή του Γιούκον. Ελάχιστοι από αυτούς θα πραγματοποιούσαν τα όνειρά τους με τους περισσότερους να επιστρέφουν πιο φτωχοί από τι έφυγαν.

Πρωτοσέλιδο τις 17ης Ιουλίου 1897. Gold! Gold! Gold! Gold! Η στομφώδης φρασεολογία των εφημερίδων αιχμαλώτιζε τη φαντασία και προωθούσε το πυρετό του χρυσού.
Ένας από αυτούς τους νέους που ανταποκρίθηκαν στο κάλεσμα της περιπέτειας θα ήταν και ο γνωστός νατουραλιστής Αμερικανός συγγραφέας Jack London που θα βάσιζε τις ιστορίες των βιβλίων του από την εμπειρία του στο Κλοντάικ.
O George W. Carmack θα γινόταν τελικά πλούσιος από την ανακάλυψή του εγκαταλείποντας το Κλοντάικ πλουσιότερος κατά ένα εκατομμύριο. Η τύχη δεν χαμογέλασε σε όσους έφτασαν αργότερα αφού το πενιχρό εισόδημά τους δεν τους εξασφάλιζε ούτε το ταξίδι της επιστροφής αναγκάζοντας να πουλήσουν τα ορυχεία τους σε μεταλλευτικές εταιρίες. Η μεγάλης κλίμακας εξόρυξη χρυσού στη περιοχή του Κλοντάικ και στην ευρύτερη περιοχή του Γιούκον , δεν σταμάτησε μέχρι το 1966, παρότι άλλαξε σαφώς χαρακτήρα στις επόμενες δεκαετίες.
Το ταξίδι, ο προορισμός, ο σκοπός
Χρυσός! Μια μόνο λέξη ήταν αρκετή για να μετακινήσει κύματα πεινασμένων που αναζητούσαν τη μεγάλη ευκαιρία της ζωής τους για πλούτο και περιπέτεια από ολόκληρη τη βόρειο Αμερική. Αρκετοί χρυσοθήρες γνώριζαν ότι οι βορειοδυτικές περιοχές του Καναδά ήταν δυνητικά στη θέση να τους κερδίσουν τη ζωή που ονειρευόντουσαν, με την ανακάλυψη του Carmack όμως να πυροδοτεί τελικά το τυχοδιωκτικό αίσθημα. Τα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων θα εξήγηραν τη φαντασία για πάνω από εκατό χιλιάδες πρόθυμους μεταλλωρύχους. Μόνο τέσσερις χιλιάδες θα έβρισκαν ποτέ χρυσό. Ο τελικός απολογισμός καταμετρούσε χρυσό αξίας εφτά δισεκατομμυρίων, ιδρώτα και θάνατο.
Σε μια χώρα με υψηλή ανεργία με πολλούς ακόμα να μην έχουν συμφιλιωθεί με την πνευματική εργασία ή τη κανονιστική εργοστασιακή ρουτίνα και σε μία οικονομία ακόμα βασισμένη στις διακυμάνσεις της αγοράς του χρυσού οι συνθήκες ήταν ιδανικές για οποιοδήποτε επιζητούσε την περιπέτεια του να ακολουθήσει τη τύχη του χρυσοθήρα.
Για να έχουν οποιαδήποτε τύχη στην εύρεση χρυσού οι επίδοξοι χρυσοθήρες έπρεπε να μεταφέρουν ενός χρόνου προμήθειες μαζί τους στο ταξίδι στο τραχύ έδαφος του Κλοντάικ. Τυπικές προμήθειες αποτελούσαν συνήθως 360 κιλά αλεύρι, 20 κιλά αποξηραμένα φρούτα, μπέικον, ζάχαρη, φασόλια, καφές, καπνός, σαπούνι, 10 κιλά καρφιών, φτυάρι, αξίνα, πυξίδα, μαχαίρι, τσίγκινα κόσκινα, ρούχα, σύνεργα ψαρέματος, και 70 κιλά σχοινιού. Αντικείμενα αξίας σαράντα χιλιάδων δολαρίων, τα εργαλεία που θα ξέθαβαν την ευτυχία από τη λασπωμένη γη του Κλονταίκ για τους ιδιοκτήτες τους μεταφέρονταν μέσω έλκηθρων, βαρκών και ζωοαμαξών.
Οι καιρικές συνθήκες υπήρξαν ιδιαίτερα αδυσώπητες, μικρά καλοκαίρια με πολύ υψηλή θερμοκρασία ακολουθούμενα από παρατεταμένους ημιπολικούς χειμώνες,με μέση θερμοκρασία χαμηλότερη των μείον δέκα βαθμών Κελσίου.
Παρά το βάναυσο κλίμα και το κακοτράχαλο έδαφος, υπήρχαν διαφορετικοί οδοί για να φτάσει κανείς στις χρυσοφόρες εκτάσεις του Κλοντάικ. Ένα ταξίδι που πολλοί επέλεγαν ήταν ο πλους του ποταμού Γιούκον. Το ποτάμι με μήκος δύο χιλιάδες μίλια υπήρξε παγίδα για πολλούς λόγω των ορμητικών υδάτων του και των ασθενειών. Το πολλές φορές παγωμένο ποτάμι σήμαινε επίσης ότι οι χρυσοθήρες ήταν εκτεθειμένοι και στους κινδύνους των άγριων ζώων και ιδιαίτερα της ασθένειας της λύσσας που στοίχισε σε αδιευκρίνιστο αριθμό ανθρώπων τη ζωή.

1897, Φωτογραφία του Tappan Adney, ” Το ποδοβολητό του Κλοντάικ. ”
Ένας άλλος δρόμος προς το Κλοντάικ υπήρξε το ”Φαράγγι του Νεκρού Αλόγου” που πήρε την ονομασία του από τα νεκρά ζώα των χρυσωρύχων που δεν άντεχαν την κακοτράχαλη διαδρομή των 3.000 μιλίων και αφήνονταν απλά πίσω μπλοκάροντας τον δρόμο για τους επόμενους.
- 12 Νοεμβρίου 1897, μονοπάτι Dalton
Όλα τα άλογά μας είναι νεκρά από την έκθεση στο κρύο και την πείνα, και έχουμε φορτωθεί 720 κιλά τροφής στις πλάτες μας, για τα τελευταία 35 μίλια, προχωρώντας μπροστά με ότι μπορούμε να κουβαλήσουμε και επιστρέφοντας για περισσότερα. Βρίσκομαι σε εξαιρετική υγεία και θα υπάρχουν πολλές ευκαιρίες μόλις φτάσουμε εκεί. [Israel Herbert Lee, Yukon Archives, Whitehorse Canada]
Το πρώτο από τα πολλά εμπόδια που έπρεπε να υπερβούν οι χρυσοθήρες ήταν το ορεινό πέρασμα του Chilkoot, ο μόνος δρόμος για το βορρά. Ο γρηγορότερος και φθηνότερος τρόπος για τους χρυσοθήρες να διαβούν οι ίδιοι και οι προμήθειες τους τον ορεινό όγκο ήταν και ο πλέον επίπονος. Το μονοπάτι υψωνόταν τριάντα μίλια σκαρφαλωμένο στη βουνοπλαγιά με τις χιονοστιβάδες να είναι συχνές στοιχίζοντας τη ζωή σε χιλιάδες. Πολύ απότομο για τα ζώα οι χρυσοθήρες βαστάζονταν τον εναπομείναντα εξοπλισμό τους ενώ η βροχή, το χαλάζι, αλλά και η αντανάκλαση του χιονιού δοκίμαζαν τις αντοχές τους. Το χειμώνα σκαλοπάτια ικανά να χωρέσουν έναν άνθρωπο τη φορά λαξεύτηκαν στο πάγο. Έπρεπε να ανεβούν χίλια πεντακόσια απότομα σκαλιά στους πάγους τα οποία ονομάστηκαν κατ’ ευφημισμόν χρυσά σκαλιά.

Η αναρρίχηση στο πέρασμα του Chilkoot, φωτογραφία του David Sundman.

Άλλη άποψη της αναρρίχησης του περάσματος του Chilkoot.
Χρυσοθήρες και χρυσωρύχοι.
Όσοι μεταλλωρύχοι σκληροτράχηλοι και τυχεροί αρκετά κατάφεραν να προσπελάσουν τους ορμητικούς χειμάρρους και τις απότομες βουνοπλαγιές έβρισκαν πλέον τον εαυτό τους στα ρυάκια του ποταμού Κλονταίκ εκεί όπου οι φλέβες του χρυσού βρισκόντουσαν σχεδόν επί της κοίτης του ποταμού, έτοιμοι να αδράξουν την ευκαιρία της ζωής τους. Ένας τρόπος για την εύρεση του χρυσού ήταν το κοσκίνισμα. Με το χρυσό να είναι δεκαεννέα φορές βαρύτερος του νερού, αυτό σήμαινε ότι στο τέλος κάθε κοσκινίσματος κομμάτια του πολύτιμου μετάλλου θα μπορούσαν να βρεθούν στο πυθμένα από κάθε κόσκινο. Μία επίπονη δουλεία που απαιτούσε πολλές ώρες, με τους αρχάριους να χρειάζονται τον τριπλάσιο χρόνο για την διεκπεραίωση της από της παλαιότερους.
Σε περισσότερα κέρδη ήλπιζαν χρυσωρύχοι δηλαδή όσοι έσκαβαν για το χρυσό. Το έδαφος υπήρξε τόσο σκληρό εξαιτίας του παγετού που και η χρήση δυναμίτιδας ήταν άσκοπη, για το άνοιγμα στοών. Οι μεταλλωρύχοι έπρεπε να καίνε φωτιές πάνω στο έδαφος ώστε να μαλακώσει. Μία δοκιμαστική εκσκαφή συνήθως προεικόνιζε αν το μέρος είχε απλά λάσπη ή έκρυβε στα σπλάχνα του το πολύτιμο μέταλλο. Αν τίποτα δεν θαμπόφεγγε ήταν ώρα να ανάψουν αλλού τις φωτιές σηματοδοτώντας ένα καινούργιο μέρος εξόρυξης. Αν βρισκόταν χρυσός τότε η εξόρυξη συνεχίζονταν προς το υπέδαφος και προς διαφορετικές κατευθύνσεις προκειμένου να ανακαλυφθεί η φλέβα και να δηλωθεί η ιδιοκτησία του ορυχείου πριν αυτό γίνει δέλεαρ αρκετών καταπατητών.

Εξόρυξη χρυσού από στοά.

Η διαδικασία του κοσκινίσματος.
Οι μεταλλωρύχοι σε αυτές τις περιπτώσεις φτυάριζαν μέρα και νύχτα με το κίνδυνο της κατάρρευσης της υπόγειας στοάς και τον κίνδυνο ασφυξίας από το μεθάνιο και το καπνό που συσσωρευόταν κατά τη διάρκεια της εκσκαφής . Συνήθης πρακτική υπήρξε να υπάρχει μόνο ένας μεταλλωρύχος στη στενή στοά και κάποιοι άλλοι από το πηγάδι της στοάς να υποδέχονται το προϊών της εξόρυξης, δηλαδή χώμα και λάσπη και ύστερα να το κοσκινίζουν. Και οι δύο υπέφεραν από κρυοπαγήματα και υποσιτισμό και ενίοτε από σκορβούτο και πνευμονία. Αλλά στο τέλος οι τυχεροί καρπώνονταν χρυσό, είτε σε ψήγματα είτε ακόμα σβόλους.
Η πόλη του Ντόσον
Καθώς όλο και πιο πολύ χρυσός εξορυσσόταν από το Κλονταίκ, όλο και περισσότεροι τυχοδιώκτες έφθαναν στη περιοχή. Μικρές πόλεις με παραπήγματα άρχισαν να ξεπηδούν προσφέροντας κάποιον υπαινιγμό πολιτισμού, όπως καταστήματα ξυλείας, εργαλείων, τροφίμων, και πρώτων υλών. Και καμία πόλη με παραπήγματα δεν γνώρισε την τρυφηλότητα και την ακμή της πόλης του Ντόσον. Ένα μέρος με υποτυπώδης καλύβες που αριθμούσε όχι περισσότερους από πεντακόσιους ταξιδιώτες-κατοίκους έγινε μια σφηκοφωλιά σαράντα χιλιάδων πεινασμένων χρυσοθήρων σε ένα μέρος όπου η έννομη τάξη απουσίαζε. Η πόλη γέμισε με κάθε λογής ανθρώπους που αναζητούσαν την επόμενη μεγάλη ευκαιρία για πλουτισμό ή το επόμενο μέσο για να εγκαταλείψουν την περιοχή. Το Ντόσον ήταν γεμάτο σωρούς χρυσού, ουίσκι και απελπισμένους χρυσοθήρες.
Κατά τη διάρκεια του πυρετού του χρυσού κέρδισε το προσωνύμιο Παρίσι του Βορρά. Μέσα σε δύο χρόνια γέμισε με τράπεζες, σαλούν, μαγαζιά, και ξενοδοχεία. Ο πυρετός του Χρυσού σταθεροποίησε την εικόνα των αναγνωστών για το βορρά του Καναδά ως ένα μέρος που δεν είναι τίποτα παραπάνω από άγονη γη, ένα μελισσολόι αριβιστών και χαλαρών ηθών.
Ιστορίες για τα ποσά σε χρυσού που πέρασαν από τα χέρια των μεταλλωρύχων του Κλονταίκ πήραν επικές διαστάσεις σύντομα. Ιστορίες για μεταλλωρύχους που αποθησαύρισαν εκατοντάδες χιλιάδες δολάρια με το μετάλλευμα μιας ημέρας. Οι χρυσοθήρες γέμιζαν τις καλύβες τους στις ερημιές του Κλονταίκ με τη χρυσόσκονη, τα ψήγματα χρυσού και τους σβόλους χρυσού που έβρισκαν χωρίς να είναι ασυνήθιστο για κάποιον από αυτούς να ξοδεύει σε μία βραδιά πέντε ή δέκα χιλιάδες δολάρια στα σαλούν και τα καζίνο του Ντόσον κάνοντας μια επίδειξη της εφήμερης επιτυχίας του.
Δεν υπήρχε τρεχούμενο νερό και αποχέτευση. Η πυρκαγιές ήταν ένας μόνιμος κίνδυνος. Ο κύριος δρόμος του Ντόσον, η Φρόντ Στρίτ μπορούσε να γίνει τόσο λασπώδης ώστε οι βαρκάρηδες να απαιντούνται να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους.

“η Φρόντ Στρίτ μπορούσε να γίνει τόσο λασπώδης..”
Οτιδήποτε στο Ντόσον λόγω του πληθωρισμού κόστιζε μια περιουσία από τη γη μέχρι τα είδη πρώτης ανάγκης. Λιγοστά γραμμάρια αλατιού κόστιζαν 28 δολάρια, και 500 γραμμάρια βούτυρο 5 δολάρια (τα σημερινά αντίστοιχα των 760 και 140 δολαρίων). Ευτυχώς για μερικούς το έλλειμμα στη προσφορά εργασίας σήμαινε ότι ένας μέσος εργάτης κέρδιζε πέντε φορές περισσότερα από τον αντίστοιχο στις Ηνωμένες Πολιτείες. Έτσι αρκετά συχνά αυτοί που δεν ήταν χρυσοθήρες αλλά διατηρούσαν δουλείες στο Ντόσον θησαύρισαν με διάφορους ύπουλους τρόπους, εκμεταλλευόμενοι την νωθρότητα των ανυποψίαστων αλλά νεόπλουτων χρυσοθήρων.
Ο πυρετός του χρυσού του Κλοντάικ θα λάμβανε τέλος το 1899 όταν εγκαταστάθηκε από τη καναδική διοίκηση σιδηροδρομική γραμμή και η περιοχή ενσωματώθηκε διοικητικά στο Καναδά λαμβάνοντας την ονομασία του ποταμού Γιούκον. Ελάχιστα πρωτύτερα Ισπανοαμερικανικός πόλεμος του 1898 θα αφαιρούσε τελείως το Κλοντάικ από την θέση του στα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων. Όλοι αυτοί που εγκατέλειψαν τα σπίτια τους στο Καναδά και στις Ηνωμένες Πολιτείες και αναζήτησαν την τύχη τους στο Κλοντάικ μετέτρεψαν την περιοχή σε μία από τις τελευταίες κερδοφόρες, αλλά άνομες, επικίνδυνες, και άγριες περιοχές της μυθολογίας της Δύσης.
Μένοντας γνωστό ως το μέρος με τον πιο κερδοφόρο πυρετό του χρυσού στην ιστορία της βορείου αμερικάνικης μεταλλωρυχείας, ο πυρετός του χρυσού του Κλοντάικ έδωσε το έναυσμα για σχεδόν εκατό χιλιάδες ανθρώπους να μετακινηθούν στις εσχατιές του Γιούκον, μεταξύ των ετών 1896 και 1899. Είναι μια απίστευτη ιστορία αποφασιστικότητας, τύχης, περιουσίας και απώλειας.
- St.Michael, 28 Ιουνίου 1899
Λοιπόν γυναίκα επιθυμώ να γράψω σε σένα αυτό το πρωινό. Ονειρεύτηκα εσένα και τα παιδιά τη περασμένη νύχτα. Πόσο θα ήθελα να σας πάρω όλους αγκαλιά για μία στιγμή. Δεν νομίζω άλλος άνδρας να σκέφτεται τόσο τη γυναίκα και τα παιδιά του όσο εγώ. Δεν είμαι τόσο εκφραστικός όσο πολλοί άλλοι αλλά ο σκοπός μου να κάνω το σπίτι μας ένα πιο άνετο μέρος δεν έχει ακόμα αποδώσει τα αποτελέσματα που θα επιθυμούσα. Νομίζω ότι τελικά θα καταφέρω να γίνω πλούσιος για να ξοδέψουμε χρήματα για τις σπιτικές μας ανέσεις. Θα δώσω ακόμα μια σκληρή μάχη και αν αποτύχω θα γυρίσω σπίτι και θα αποδεχτώ τα πράγματα. [Robert J. Young, from a letter home, The Alaska Journal 1984]
Πηγές:
- Παγκόσμιος Γεωγραφικός Άτλας, Μαλλιάρης Παιδεία 1998
- http://www.history.com/
- http://www.discovery.com/
- http://www.pbs.org/
- http://www.thecanadianencyclopedia.ca/en/
- http://www.nps.gov/index.htm
- http://postalmuseum.si.edu/
Dedicated to K.D.H.R