Νοσταλγώ τις σιωπές που συνηθίζαμε να φοράμε κατάσαρκα όταν τα λόγια στερεύανε και μας άφηναν εκτεθειμένους. Εκείνες οι σιωπές κλείνανε μέσα τους άχρονα συναισθήματα που τα χείλη δεν ήξεραν πώς να προφέρουν ενώ οι λέξεις επαναπαύονταν στο σκοτάδι τους, άλαλες και σκεβρωμένες…
Μόνο τα ακροδάχτυλα ενισχύανε την ένταση αυτών των σιωπών. Χαράζανε καινούριες πορείες επάνω στο δέρμα σου. Αχαρτογράφητα μονοπάτια συγκινήσεων αποκαλύπτονταν κάθε φορά που το άγγιγμά μου αναγίνωσκε ένα-ένα τα κύτταρα του σώματός σου. Και εσύ, έστεκες πειθήνιο έρμαιο εκείνων των στιγμών.
Ήμασταν συνένοχοι μιας ανόθευτης μυσταγωγίας που συντελούνταν μεταξύ μας εν κρυπτώ μιας και βρισκόμασταν μέσα σε πλήθος κόσμου και άγρυπνων βλεμμάτων. Τη νιώθαμε να υψώνει το ευσκιόφυλλο δέντρο της πάνω απ’ τις ζωές μας και να μας χαρίζει πρόσφορο έδαφος ανθοφορίας.
Έτσι, κατάφερα να βγάλω ρίζες μέσα σου χωρίς να με αντιληφθείς. Και έχοντας την πλάτη γυρισμένη στα «πρέπει» της κοινωνίας σε προκαλούσα νοερά και αθόρυβα να με ακολουθήσεις στον μαγικό οπωρώνα των «θέλω» σου. Γευόμουν τις επιθυμίες σου, γι’ αυτό και σε τραβούσα στην απεραντοσύνη που λαχταρούσε η ψυχή σου, η οποία είχε εγκλωβιστεί σε αχρείαστα καλούπια. Πώς να μην αφεθείς να σε παρασύρω μετά; Έτσι κι αλλιώς πάντα ήξερες πως ήμουν η φαιδρή αντανάκλαση του εαυτού που ονειρευόσουν…
Νοσταλγώ εκείνες τις σιωπές μας που τώρα πια έχουν παρέλθει ανεπιστρεπτί. Μαζί τους χαθήκαμε κι εμείς. Μα αν με ψάξεις, θα με βρεις. Δεν έφυγα ποτέ από το περιβόλι που ανθίζει τις επιθυμίες σου. Εξάλλου μία από αυτές είμαι κι εγώ. Μην με ρωτήσεις πώς το ξέρω. Εκείνες οι σιωπές ξέρανε να ψιθυρίζουν τόσα πολλά, μάτια μου…