Τα τελευταία χρόνια η Παιδεία ο ακρογωνιαίος λίθος της κοινωνίας δέχεται μια διαρκή και χωρίς τέλος “επίθεση” από τους κυβερνόντες των εκάστοτε κυβερνήσεων, με προτάσεις και αλλαγές οι οποίες όχι μόνο δεν οδηγούν στην αναβάθμιση του εκπαιδευτικού συστήματος αλλά δυσχεραίνουν όλο και περισσότερο την πορεία του οδηγώντας στην υποβάθμιση της Παιδείας.
Μια υποβάθμιση που φαίνεται να έχει στο “στόχαστρο” και να πλήττει την ελληνική γλώσσα, την πολιτισμική παράδοση του λαού μας αλλά και τον ανθρωπιστικό χαρακτήρα της Παιδείας, με μια πορεία που αναπόφευκτα θα οδηγήσει στον κατακερματισμό της. Σαν εκπαιδευτικός προβληματιζόμενη για αυτή την υποβάθμιση, πιστεύω ότι αν όλες αυτές οι προτάσεις για την φαινομενική αναβάθμιση του εκπαιδευτικού συστήματος διατυπώνονταν από εκπαιδευτικούς χωρίς πολιτικές και οικονομικές σκοπιμότητες, μέσα από ένα υγιή και εποικοδομητικό διάλογο θα υπήρχε ένα θετικό αποτέλεσμα.
Αν είχα την δυνατότητα να προτείνω αλλαγές για το εκπαιδευτικό μας σύστημα, θα ήταν μια αναδιάρθρωση με ουσιαστικές αλλαγές σε βάθος χρόνου από το δημοτικό σταδιακά στο γυμνάσιο και έπειτα στο λύκειο. Πρόταση μου, θα ήταν ο διαχωρισμός των μαθητών στην ‘α,΄β,΄γ τάξη του γυμνασίου σε τμήματα, με βάση τις δυσκολίες στο επίπεδο των γνώσεων τους και την βαθμολογία τους. Έτσι για τους μαθητές όλων των τάξεων μετά το πέρας του πρώτου τετραμήνου με μέσο όρο 13 και κάτω, θα ήταν ωφέλιμο να δημιουργηθεί ένα τμήμα ώστε να καλυφθούν τα κενά τους και να βελτιωθεί το επίπεδο γνώσεων τους. Αναμφίβολα με μια τέτοια κατανομή των μαθητών, οι καθηγητές που θα αναλάμβαναν τους «αδύναμους» θα μπορούσαν να δουλέψουν μεθοδικά, αποδοτικά δίνοντας βάρος στις αδυναμίες τους. Καίριο ρόλο σε αυτή την εκπαιδευτική διαδικασία θα είχε η προσέγγιση του κάθε παιδιού ξεχωριστά, λαμβάνοντας υπόψιν ακόμα και την ψυχολογία τους και τα πιθανά προβλήματα οικογενειακής, οικονομικής φύσεως που ενδεχομένως επηρεάζουν την επίδοση τους.
Σίγουρα μια τέτοια αντιμετώπιση δε θα ήταν ανέφικτη αν αναλογιστούμε ότι βιώνουμε μια ‘σκληρή’ εποχή κρίσης όχι μόνο οικονομικής αλλά και κοινωνικής, πλήττοντας ιδιαίτερα τον θεσμό της οικογένειας.Έτσι λοιπόν το δήθεν ενδιαφέρον των κυβερνώντων για την ανάπτυξη του εκπαιδευτικού συστήματος θα έπρεπε να επικεντρώνεται σε τέτοιες αλλαγές που όντως θα στοχεύουν στην πολυπόθητη ανάπτυξη, στην βελτίωση του επιπέδου των μαθητών αλλά και στην παροχή γόνιμων κινήτρων. Αυτοί οι διαρκείς πειραματισμοί στον χώρο της Παιδείας δεν είναι ούτε καινοτόμοι ούτε ελπιδοφόροι, αλλά θα δημιουργήσουν γενιές ανθρώπων ανορθόγραφων και ανειδίκευτων. Εύλογα κάποιος θα μπορούσε να πει και να σκεφτεί ότι μια τέτοια πρόταση και αντίστοιχες προτάσεις εκπαιδευτικών θα μπορούσαν να γίνουν εφικτές και υλοποιήσιμες, με την προϋπόθεση ότι τα άτομα που αποφασίζουν για το μέλλον της χώρας, θα είχαν την απαιτούμενη μόρφωση, την λογική και το ήθος να κρίνουν σωστά και να μην αποφασίζουν κατά το δοκούν.
Συνοψίζοντας, οι αλλαγές στην Παιδεία χρειάζονται σκεπτόμενες και ουσιαστικές προτάσεις για να υπάρξει μια ευοίωνη προοπτική. Κρίνεται αναγκαίο οι προτάσεις και οι εκπαιδευτικές διαδικασίες, να υπηρετούν τις ανάγκες του σύγχρονου ανθρώπου για μια σωστή επαγγελματική σταδιοδρομία αλλά ταυτόχρονα να καλλιεργούν την κριτική σκέψη και την ευαισθησία σε θέματα αρχών!
Εκπαιδευτικός Φιλόλογος
Έφη Γαρεφαλάκη