Μια εξαιρετικά ιδιόμορφη και πρωτότυπη ταινία μας έρχεται από την κεντρική Ευρώπη (συμπαραγωγή Ιταλίας-Γαλλίας-Γερμανίας-Ελβετίας, με το πανταχού παρών Netflix υπεύθυνο διανομής), έχοντας κερδίσει βραβείο σεναρίου στο Φεστιβάλ Καννών.
Ευτυχισμένος Λάζαρος (Lazzaro Felice, 2018) – Δράμα, 124΄
Σκηνοθεσία – Σενάριο: Alice Rohrwacher
Πρωταγωνιστούν: Adriano Tardiolo, Alba Rohrwacher, Nicoletta Braschi, Sergi Lopez
Ένας αγαθός νεαρός εργάτης σ΄ένα κτήμα της Ιταλίας που μοιάζει αποκομμένο από το σύγχρονο κόσμο αναπτύσσει μια ιδιαίτερη φιλία με το γιο της ιδιοκτήτριας, όταν ο τελευταίος αποφασίζει να επαναστατήσει εναντίον της μητέρας του.
Η ταινία ξεκινά σ΄ένα απομονωμένο αγρόκτημα της βόρειας Ιταλίας. Βρισκόμαστε κάπου στα 90΄s, αλλά οι κάτοικοι δε φαίνεται να το γνωρίζουν. Εντελώς αποκομμένοι απ΄τον έξω κόσμο, δουλεύουν υπό καθεστώς δουλείας χωρίς καμία οικονομική αποζημίωση, στοιβαγμένοι σε μικρούς χώρους χωρίς την παραμικρή σύγχρονη άνεση. Η πλούσια ιδιοκτήτρια του κτήματος και ο επιστάτης κρατούν ηθελημένα αποκομμένους τους εργαζόμενους με στόχο το κέρδος, μέχρι που ο αντιδραστικός γιος της πρώτης σχηματίζει μια ιδιαίτερη φιλία μ΄έναν απ΄αυτούς και η όλη «κομπίνα» κινδυνεύει να τιναχτεί στον αέρα.
Μέχρι εδώ, όλα καλά. Κάπως πρωτότυπη υπόθεση, αλλά την έχουμε ξαναδεί. Κανείς ωστόσο δε μπορεί να προβλέψει τι θα συμβεί στο δεύτερο μισό της ταινίας, όπου ο κεντρικός χαρακτήρας, ο Λάζαρος (Tardiolo) αποδεικνύεται πολύ διαφορετικός απ΄ό,τι περιμένεις, δικαιολογώντας, τρόπον τινά, και το όνομά του.
Ουσιαστικά, πρόκειται για δύο διαφορετικές ταινίες με χαλαρή σύνδεση μεταξύ τους. Τίποτα στο πρώτο μισό δε σε προϊδεάζει γι΄αυτά που θα δεις στο δεύτερο, αν και τα πρόσωπα είναι λίγο πολύ τα ίδια κι οι αναλογίες σαφείς και εμφανείς. Τόσο σκηνοθετικά, ωστόσο, όσο και άποψης σεναρίου και νοημάτων, είναι λες και η ταινία διακόπτεται απότομα κάπου στη μέση της και ξεκινά μια άλλη, η οποία αποτελεί μεν φυσική συνέχεια της πρώτης αλλά έχοντας περισσότερες διαφορές παρά ομοιότητες μεταξύ τους.
Ο μόνος που μένει ίδιος κι απαράλλαχτος είναι ο Λάζαρος, μια υπερβατική φιγούρα την οποία ο καθένας μπορεί να ερμηνεύσει με τον τρόπο του. Ακόμα και ανάμεσα στα πεζά, ρεαλιστικά μηνύματα της ταινίας περί φτώχειας, εκμετάλλευσης κι ενός φαύλου κύκλου από τον οποίο δύσκολα ξεφεύγουν οι μη προνομιούχοι, ακόμα και στην ανεπτυγμένη Ευρώπη, ο Λάζαρος μοιάζει σαν να έχει ξεπεράσει έννοιες όπως ο χώρος, ο χρόνος και τα χρήματα. Οι θρησκευτικές αλληγορίες είναι έντονες αλλά ασαφείς, ενώ στο θεατή αφήνεται να ερμηνεύσει και το φινάλε, καθώς και το γενικότερο νόημα που προσπαθεί να περάσει η σκηνοθέτις με τις απότομες εναλλαγές και την εύθραυστη ισορροπία φυσικού και μεταφυσικού που επιχειρεί.
Αποτέλεσμα όλων αυτών είναι μια σύγχυση, πιθανώς επιτηδευμένη, ανάμεσα στα διαφορετικά νοήματα και τα γεγονότα που διαδραματίζονται στην ταινία. Τι θέλει τελικά να πει ο ποιητής; Πολλά κενά και απορίες στο σενάριο μένουν αναπάντητα, δίνοντας τροφή για σκέψη στο θεατή αλλά ταυτόχρονα στερώντας του ένα λογικό ειρμό και τη δυνατότητα να «βάλει τα πράγματα σε μια σειρά». Στο τέλος η ταινία μοιάζει να έχει τόσα πολλά νοήματα, που καταλήγει να μη βγάζει νόημα!
Αυτό φυσικά δε σημαίνει πως ο Ευτυχισμένος Λάζαρος δεν έχει αξία. Δεν είναι η ταινία που θα δει κάποιος ευχάριστα, για να περάσει η ώρα ή με παρέα, αλλά οι σκέψεις και οι προβληματισμοί τους οποίους θέτει, σε συνδυασμό με την άρτια σκηνοθεσία της, την καθιστά καλή πρόταση για όποιον θέλει να δει μια πρωτότυπη ταινία με μια βαθύτερη ανάλυση γύρω από τον άνθρωπο, την κοινωνία αλλά και τη θρησκεία. Το μόνο σίγουρο είναι πως όποιος την παρακολουθήσει θ΄αργήσει να την ξεχάσει, και πιθανότατα θα εκτιμήσει τουλάχιστον την πρωτοτυπία της.