Λένε πως όταν φεύγει ένας άνθρωπος, το πρώτο πράγμα που ξεχνάς είναι η φωνή του…
Να αγαπάς, να αφήνεσαι και να είσαι πάντα έτοιμος να πάρεις τα κομμάτια σου και να φύγεις.
Να είσαι πάντα έτοιμος να βάλεις φωτιά σε κάθε γέφυρα που σε δένει με την ζωή σου και να τα ξανακατακτήσεις όλα όσα αξίζουν, κολυμπώντας μέχρι την άλλη πλευρά.
Να φοβάσαι κάθε λεπτό που απομακρύνεσαι, αλλά να συνεχίζεις να προχωράς. Να ξέρεις πως έμεινες, προσπάθησες, πάλεψες, έδωσες, κι όταν ήταν πια η ώρα, άρχισες να περπατάς χωρίς να κοιτάς άλλο πίσω σου.
Δεν είναι λύση το φευγιό, είναι όμως η λύτρωση και η μόνη σου επιλογή όταν η ιστορία επαναλαμβάνεται και κανείς δεν μαθαίνει από αυτή.
Ξέρω πως φοβάσαι. Ξέρω πως είναι δύσκολο. Έχει ζεστασιά και οικειότητα το παλιό. Έχει την αυταπάτη της ασφάλειας και την ψευδαίσθηση μιας περίπου ευτυχίας που έχει χάσει από καιρό το δρόμο της.
Είναι δύσκολος δρόμος ο καινούριος που χαράζεις, και όταν ξεκινήσεις, δεν μπορείς να γυρίσεις πίσω, γιατί θυμάσαι; Φεύγοντας, έκαψες όλες τις γέφυρες.
Να μάθεις να φεύγεις.
Γιατί η ψευδαίσθηση της ευτυχίας, δεν είναι ευτυχία. Γιατί το περίπου χαμόγελό σου, δεν φωτίζει τα μάτια σου. Γιατί όσα σου αξίζουν, τα ξεχνάς παλεύοντας για τα μισά, τα περίπου, τα χλιαρά και τα από καιρό χαμένα..
Κι αυτό είναι ένα βάρος που δεν μπορείς να βγάλεις από μέσα σου αν δεν φύγεις, κι αν δεν μάθεις περπατώντας να αφήνεις κι ένα ένα από τα βάρη που σε έπνιγαν τόσο καιρό.
Τα “πρέπει” που δεν ήθελες, οι λέξεις που δεν έλεγες, τα όριά σου που δεν τα θυμάσαι πια γιατί έγιναν τόσο ελαστικά για να χωρέσουν οι επιθυμίες όλων, τα θέλω όλων..
Και τώρα πονάς..
Φεύγεις, αλλά πονάς. Και δεν μπορώ να σου πω πότε θα τελειώσει ο πόνος. Δεν έχει ημερομηνία παραγωγής, δεν έχει ημερομηνία λήξης. Δεν φεύγει όταν φεύγεις.. δεν πονάς λιγότερο, δεν σκέφτεσαι λιγότερο, όμως τώρα πια, ο πόνος σου είναι δικός σου και τις πληγές σου μαθαίνεις να τις φροντίζεις.
Μαθαίνεις να σε φροντίζεις, μαθαίνεις να σε αγαπάς, ξανασυστήνεσαι με τον ίδιο σου τον εαυτό..
Ξανασυστήνεσαι με τα όνειρά σου.. και δεν είναι εύκολο. Δεν είναι εύκολο γιατί τόσο καιρό, είχες ξεχάσει! Είχες ξεχάσει τον εαυτό σου. Είχες χαθεί τόσο πολύ στο “εμείς”, που είχες ξεχάσει!
Και τώρα θυμάσαι. Θυμάσαι τα πάντα. Θυμάσαι το πριν. Θυμάσαι… κι αρχίζεις να αναπνέεις.. Αρχίζεις να κλαις.. Αρχίζεις να φωνάζεις.. Αρχίζεις να νιώθεις.. Ξυπνάς από τον λήθαργο και νιώθεις τα πάντα.
Και τώρα ξέρεις.
Ξέρεις πως φταις κι εσύ.
Φταις γιατί ξέχασες να σε προσέχεις, και το άφησες ολοκληρωτικά πάνω στους άλλους να το κάνουν για εσένα.
Φταις γιατί πρώτα εσύ σε ξέχασες, πρώτα εσύ σε έχασες, πρώτα εσύ σε παραμέλησες κι επέτρεψες να γίνει κι από τους άλλους.
Σε έχασες, σε ξέχασες, κι είχες της απαίτηση από τους άλλους να σε έχουν για προτεραιότητα όταν εσύ δεν σε είχες καν στη λίστα!
Και τώρα ξέρεις πως δεν έφυγες από εκεί που δεν ήσουν ευτυχισμένος.
Έφυγες από το φάντασμα του εαυτού σου.. έφυγες από τα απομεινάρια σου και έβαλες φωτιά σε αυτό που έμοιαζε με εσένα, αλλά δεν ήσουν εσύ.
Και τώρα, σαν άλλος φοίνικας, μπορείς να ξαναγεννηθείς.. γιατί τώρα, ξέρεις πως δεν ήταν ποτέ λάθος του άλλου.
Έγινε, αυτό που επέτρεψες να γίνει.
Kι αν δε το επέτρεψες εσύ;
Ή μήπως το ‘κανες;
Kαι το πρώτο πράγμα που ξέχασα ξέρεις τι ήτανε;
Η φωνή σου, η φωνή σου ήτανε.
Μέχρι σήμερα.
Δεν είχα καταλάβει πόσο μου έλλειπες. Δεν είχα νιώσει την απουσία σου από την καθημερινότητά μου. Δεν σε αναζήτησα γύρω μου όλες αυτές τις μέρες.
Δεν με ενόχλησε που δεν πηγαίναμε πια μαζί στη θάλασσα, ούτε που πέρναγα μπροστά από το σπίτι σου να πάρω τον καφέ μου.
Δεν με ενόχλησε το μαξιλάρι σου που έμεινε αδειανό δίπλα μου, ούτε και η μυρωδιά σου που σιγά σιγά ξεθώριασε από τα σεντόνια μου.
Δεν αναζήτησα ούτε τα φιλιά σου, ούτε τα χάδια σου, ούτε καν εκείνο το άγγιγμά σου πριν αποκοιμηθώ.
Μόνο που να.. απόψε μου έλλειψε η φωνή σου..
Ναι, μου έλλειψε η χροιά της φωνής σου. Μου έλλειψε η ζεστασιά της κι αυτή η αίσθηση που μου άφηνε, σαν να με αγκαλιάζει..
Δεν ήθελα να σου στείλω μήνυμα πριν, αν μπορώ να σε πάρω.. δεν ήθελα να μάθω τα νέα σου. Ήθελα να ακούσω τη φωνή σου. Έτσι απλά.. τόσο απλά.
Κι έτσι σχημάτισα τον αριθμό σου. Για να ακούσω τη φωνή σου. Για να νιώσω την ασφάλεια και την θαλπωρή της φωνής σου.. Χωρίς απόκρυψη, χωρίς τίποτα κρυφό..
Κι εκείνο το “κορίτσι μου”.. έλιωσε όλους τους πάγους.. Δεν με ρώτησες τι θέλω, δεν με ρώτησες γιατί πήρα. Δεν με ρώτησες τίποτα.. μόνο μου μίλαγες κι εγώ δεν άκουγα τις λέξεις, άκουγα τη χροιά σου, ένιωθα την ανάσα σου.
Μόνο εκείνη την τελευταία λέξη κράτησα.. “γύρνα”.
Και μετά ξύπνησα απο το όνειρο.
Να άκουσα μόνο τη φωνή σου.
Για λίγο έστω.
Μετά ας κοιμηθούμε πάλι σ άλλες αγκαλιές σαν ξένοι, σαν ξένοι που ποτε δε μοιράστηκαν ένα κρεβάτι κι ένα όνειρο.
Σαν ξένοι…