«Τώρα περιμένω να έρθει η 7η Νοέμβρη», λέει σχεδόν, ψιθυριστά, ο Γιωργάκης ο «Καπετάνιος». Τον ρωτάω γιατί και μου αποκαλύπτει πως τότε θα μπει στα 98. Μα είναι πράγματι, ο «Γιωργάκης», όπως τον αποκαλεί με γλυκύτητα η κόρη του και όχι ένας οποιοσδήποτε, απρόσωπος «Γιώργος».
Καθώς διέσχιζα τον μακρύ διάδρομο που βγάζει στην κρεβατοκάμαρα, για να συναντήσω τον άνθρωπο που σε 2 χρόνια θα κλείσει έναν αιώνα ζωής, προσπαθούσα να συνθέσω στο μυαλό μου, το πορτρέτο 100 χρόνων. Η ηλικία όμως, του ανθρώπου που με περίμενε με ανυπομονησία στο δωμάτιο κάθε άλλο παρά διαγραφόταν στο πρόσωπό του.
Το καθαρό και ειλικρινές του χαμόγελο παράλληλα, με την τρομακτική για τα χρόνια του, μνήμη, μπορεί να σε ταξιδέψει πίσω στο χρόνο, τότε που ο ίδιος -πριν ακόμη, χάσει το φως του- ετοίμαζε κρυφά, λουκουμάδες για όλη την οικογένεια, έφτιαχνε σούπες έπειτα από επιτυχημένες ψαριές και πέταγε στον αέρα καραμέλες για να πείσει εγγόνια και ανίψια πως έπεσαν από κάποιο μεγάλο αεροπλάνο.
Με έμφυτη ευγένεια και τα πιο ζεστά αποκυήματα καρδιάς, αρχίζει να μου εξιστορεί τα γεγονότα που σημάδεψαν τη ζωή του, κρατώντας μου σφιχτά το χέρι, καθ’ όλη τη διάρκεια της συζήτησης, για να νιώθει, μέσω της αφής, πως βρίσκομαι στο χώρο και αντιλαμβάνομαι τα όσα μου αφηγείται.
«Μεγάλωσα στον Άγιο Νικόλαο Λακωνίας. Ήμαστε 4 κορίτσια και 3 αγόρια στην οικογένεια, τώρα ζει μόνο μία αδερφή μου στον Καναδά. Αχ! Η ζωή στο χωριό ήταν τόσο καλή. Μετά, ήρθα για δουλειά στο Φωταέριο Αθηνών, όπου μία ωραία πρωία το 1964 έπαθα έμφραγμα και σταμάτησα», λέει, καθώς συγκρατεί τα δάκρυα για να μη φανεί αδύναμος. Δεν ήταν καπετάνιος λοιπόν, στο επάγγελμα. Του το είχαν βγάλει σαν παρατσούκλι από τον πατέρα του που ήταν καπετάνιος.
Ο «Καπετανάκος» πολέμησε με τους Ιταλούς στην Αλβανία το 1940. «Ο πόλεμος στα βουνά της Αλβανίας ήταν πολύ δύσκολος, ιδίως όταν ήρθαν τα χιόνια». Ωστόσο, τονίζει πως δεν έβλαψε κανέναν Ιταλό αιχμάλωτο, αφήνοντας, όσους έπιανε, ελεύθερους.
Κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου πολέμου, είναι γνωστό πως η γερμανική εισβολή έφερε την Κατοχή στην Ελλάδα. «Στην Κατοχή δεν είχαμε να φάμε. Τρώγαμε σύκα ξερά, το ψωμί ήταν πολύ σπάνιο. Για να περάσουμε τη χρονιά, φτιάχναμε λάδι».
Και έπειτα ήρθε ο Εμφύλιος, ρημάζοντας τις ζωές των ανθρώπων. «Δεν θα ξεχάσω ποτέ ότι σώθηκα από θαύμα στην τελευταία μου αποστολή. Οι επιθέσεις στην Πελοπόννησο ήταν πολλές. Στο τέλος του 1947, μία οργάνωση αναγνωρισμένη, από το κράτος, οι Μάηδες, είχαν πάρει τα όπλα για να προστατεύουν τα χωριά από τους αντάρτες. Τον Νοέμβρη του ίδιου χρόνου, οι αντάρτες το φύλαξαν με προδοσία. Μας επιτέθηκαν, πήραν και τα δικά μας όπλα και μας χτυπούσαν με τους όλμους. Χάσαμε 37 παλικάρια στη Σπάρτη με διασωθέντες μόνο δύο, εμένα και έναν φίλο μου».
Αναπολώντας τα παιδικά του χρόνια μετά τον πόλεμο, του έρχονται εικόνες στο μυαλό από τον αγαπημένο του αδερφό, Μιχάλη: «Φυτεύαμε πορτοκαλιές στο περιβόλι μας. Ήμαστε όλοι αγαπημένοι, μια γροθιά. Θεέ μου πόσο γελούσαμε. Τι ωραία που ήταν». Ο αδερφός του είχε πολεμήσει στη Σμύρνη, ενώ ο ίδιος πιο μικρός από εκείνον θυμάται την εξάπλωση του προσφυγικού κύματος στα χωριά. «Γυναίκες αριστοκρατικές, πολύ όμορφες έρχονταν στα χωριά μας μαυροντυμένες. Θυμάμαι ένα πρωί, μας είχε χτυπήσει την πόρτα, μία κυρία για λίγο λάδι. Τα λόγια της ηχούν στα αυτιά μου σαν να ’ναι τώρα: «Είχαμε και εμείς τα νοικοκυριά μας, μη βλέπετε τώρα πώς μας καταντήσανε». Μάλιστα, σε κάποιο σημείο, αναφέρει πως οι περισσότερες από αυτές τις γυναίκες ήθελαν να πάνε στη Μεγαλόπολη (Αρκαδίας) γιατί από το όνομα και μόνο, νόμιζαν ότι αυτό το μέρος θα ήταν η κοσμοπολίτικη Σμύρνη που άφησαν πίσω…
Ανοίγοντας για λίγο, την πόρτα του δωματίου, συναντώ τη γυναίκα του, Ελένη, η οποία πάσχει από γεροντική άνοια. Βλέποντάς με, προσπαθεί γρήγορα να κρύψει, κάτω από τα παπλώματα, τα (ψεύτικα) χρήματα που μετράει με λαχτάρα. Οι Μάηδες είχαν σκοτώσει μπροστά στα μάτια της, σε ηλικία 6 χρονών, τον πατέρα, τη μητέρα της, αλλά και τις δύο της αδερφές στο Ψάρι Μεσσηνίας.
«Αλλάξανε οι εποχές», μου λέει ο παππούς. «Ακρίβυνε η ζωή και από πού να πληρώνετε τώρα πια, εσείς οι νέοι, το κράτος;» Ευτυχώς, εκείνη τη στιγμή, μπαίνει στο δωμάτιο, ο «σωτήρας» του, η κόρη του, ελαφραίνοντας λίγο τη συζήτηση, «Γιωργάκη μου, ο γιατρός σου, ο Βελιούρης, έχει βάλει στοίχημα πως θα φτάσουμε στα 107. Είσαι μικρός ακόμα, εντάξει;». Ξεσπάμε όλοι μαζί σε γέλια και εγώ φεύγοντας, συγκρατώ την 7η Νοέμβρη…
4 Comments
Παναγιώτης
Ιστορία γλυκιά και ανθρώπινη σε ταξιδεύει σε ξεκουράζει σε προβληματίζει , θα έπρεπε να δια βάζουμε ποιο συχνά τέτοια διηγήματα .
Λένα
Ειλικρινείς και ζεστοί άνθρωποι!…”Ήμαστε όλοι αγαπημένοι, μια γροθιά.” Για να θυμούνται οι παλιοί και να μαθαίνουν οι νέοι…
Ευχαριστούμε!
Παναγιώτα
Τί ωραίο! Και τα έκλεισε ο Γιωργάκηςτα 98 και θα ξεπεράσει τα 100! Πρέπει.
Εξαιρετικό, τρυφερό, συγκινητικό, αληθινό…
Αχ, αυτοί οι άνθρωποι!
Γιαννης
Καταπληκτικη ιστορια-αφιερωμα για εναν υπεροχο ανθρωπο,ενα μεγαλο μπραβο κ`στη δημοσιογραφο αλλα κ στην μαιρη(κορη του καπετανιου)κ`λευτερη(γαμπρο του)που για κεινον οι δυο τους ειναι το οξυγονο του…