Παρατηρούσε τη μελανιά και ήξερε τις επόμενες μέρες τον αποχρωματισμό της. Μπλε, έπειτα μωβ, μετά κόκκινο ανοιχτό, μετά ίσως λίγο μελί, θα ακολουθήσει ένα θαμπό κίτρινο, μετά ένα μουντό εκρού, σαν μια βρωμιά που τρίβεις με μανία να εξαφανίσεις και στο τέλος θα έρθει η επαναφορά του αρχικού χρώματος του δέρματος. Και μετά θα την ξεχάσει. Το πονεμένο σημείο θα ζήσει και πάλι στιγμές ευφορίας και σαρκικής απόλαυσης, θα θρέψει.
Συνέχισε να τρίβει την μελανιά, σάλιωσε ένα δάχτυλο και ακούμπησε επάνω της με τρυφερότητα, προσπαθώντας να επιταχύνει την επούλωση. Στην παραμικρή πίεση το σημείο γινόταν πιο κόκκινο, το αίμα συσσωρευόταν άπλετο κάτω από το δέρμα, θέλει το χρόνο της σκέφτηκε, καλύτερα να προσπαθήσει να την ξεχάσει. Συνέχισε με τις ασχολίες της ημέρας. Κάθε τόσο όμως, την κοίταζε. Εντυπωσιακή μελανιά.
Εντυπωσιακή, γιατί κάτι σαν να θύμιζε. Στις κλεφτές ματιές που της έριχνε, το βλέμμα επέστρεφε με ένα χάδι οικειότητας. Η μελανιά εκεί, κόκκινη και λαμπερή. Ναι, λαμπερή, ζωντανή, σχεδόν χαρούμενη. Είχε μια χαρούμενη μελανιά. Όμορφη, ουτοπική. Και συνέβη να την ερωτευτεί. Τόσο απλά. Δεν ήθελε να την αποχωριστεί. Την πίεζε καθημερινά με μανία. Δεν θα την άφηνε να επουλωθεί. Την ήθελε κόκκινη, γιατί θύμιζε.
Και οι μέρες περνούσαν και ενώ η μελανιά προσπαθούσε να φύγει, ενώ το δέρμα έκανε προσπάθειες να επαναφέρει το φυσικό του χρώμα, πίεση στην πίεση και με επώδυνο ξύσιμο, η μελανιά έμενε ολόφρεσκη.
Και θύμιζε.
Και πέρασαν οι μέρες και οι μήνες και η μελανιά παρέμενε στη θέση της. Και θύμιζε πολλά. Και ενώ όλο το υπόλοιπο σώμα ζούσε, το μέρος με τη μελανιά παρέμενε άρρωστο, τα κύτταρα από κάτω της πέθαιναν και δημιουργούνταν καινούρια, αλλά πέθαιναν και αυτά. Κανένα κύτταρο δεν μπορούσε να επιζήσει σε εκείνο το μέρος, γιατί θύμιζε.
Την έβγαλε και φωτογραφία. Δεν ήθελε να την ξεχάσει ποτέ. Φοβόταν ότι δε θα κατάφερνε να την κρατήσει. Ότι το σώμα θα έκανε τα αδύνατα δυνατά να την επουλώσει. Η αιμοφόρος ζωή κάτω από το δέρμα, στο τέλος, θα νικούσε.
Θυμάσαι;
4 Comments
Βιβή
Ντίνα μου βρήκα σπαρακτικό το κείμενο σου. Γεμάτο απέραντη θλίψη.
Ενοχλητικό σχεδόν, που σημαίνει ότι αγγίζει χορδές πολύ ευαίσθητες και ταράζει.
Αυτή η μοναχική, αυτιστική σχεδόν, ενασχόληση με το τραύμα του σώματος (της ψυχής δηλαδή).
Αυτή η απελπισμένη ανάγκη να μην ξεχάσω όσα δεν θέλω και δεν πρέπει να ξεχάσω.
Ο φόβος ότι αν δεν έχω απτές αποδείξεις θα εξαφανιστεί η ανάμνηση και αυτό που έζησα – ότι θα είμαι σαν νεκρός. Όπως όταν χαράζω το σώμα μου και ματώνω προκειμένου να αιθανθώ κάτι.
Η διαπίστωση ότι οι σημαντικές αναμνήσεις χαράσουν και συνταρράσουν όχι μόνο την ψυχή αλλά και το σώμα.
Ντίνα έχεις καταπληκτική ικανότητα να ψυχο-λογείς με τα κείμενα σου.
Dina Sarakinou
Βιβή σε ευχαριστώ. Χαίρομαι για το ότι είναι προφανές ότι εδώ αναφέρομαι σε τραύματα πιο βαθιά από τις μελανιές. Βιβή δώσε και σώσε 🙂
Ισίδωρος
Πραγματικά αγγίζει. Σε μεταφέρει αλλού. Σε κάποια προσωπική εμπειρία που όσο κι αν πονά δε θέλεις να την αποχωρηστείς και να ξεχάσεις. Είμαστε το άθροισμα των εμπειριών μας άλλωστε. Πώς να σβήσεις, να κόψεις, κάποιο κομμάτι. Δεν είναι καν υγιές. Απλά το ενσωματώνεις!
Καλή αρχή κι εδώ Ντίνα, το έχεις 🙂
Dina Sarakinou
Thank you, Τhank you Isidore 🙂 και σε ευχαριστώ και για άλλα, ξέρεις εσύ.