Αμέτρητες ταινίες έχουν γυριστεί στο πέρασμα των δεκαετιών με φόντο τη Ναζιστική Γερμανία, το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο αλλά και το νεο-ναζισμό που δυστυχώς επιμένει και δηλητηριάζει τον πλανήτη. Στο αφιέρωμα αυτό, ωστόσο, δε θα ασχοληθούμε με τον τρόπο που ο κινηματογράφος αντιμετώπισε και αντιμετωπίζει το φρικιαστικό καθεστώς του Γ΄ Ράιχ. Θα κάνουμε το αντίστροφο: θα δούμε πώς ο Χίτλερ και η δολοφονική παρέα του αντιμετώπισαν και χρησιμοποίησαν την έβδομη τέχνη στα 12 χρόνια (1933-45) της κυριαρχίας τους.
Ο γερμανικός κινηματογράφος πριν τον Χίτλερ
Παρά τα τεράστια πολιτικά, κοινωνικά και οικονομικά προβλήματα της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης, όπως λέγεται η περίοδος στη γερμανική ιστορία μεταξύ του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου και της κατάληψης της εξουσίας από το Χίτλερ, ο γερμανικός κινηματογράφος στη δεκαετία του 1920 γνώρισε μια ανεπανάληπτη άνθηση και κυριάρχησε στην Ευρώπη, επηρεάζοντας και το Χόλιγουντ. Ήταν η εποχή του γερμανικού εξπρεσιονισμού, με τα σκοτεινά θρίλερ, τα σουρεαλιστικά, κλειστοφοβικά πλάνα και τα έντονα κοινωνικά μηνύματα. Η αρχή έγινε με το Εργαστήρι του Δρ. Καλιγκάρι (1920) και ακολούθησαν αριστουργήματα όπως Νοσφεράτου (1922), Το Τελευταίο Γέλιο (1924), Φάουστ (1926) και, το πιο εμβληματικό όλων, το δυστοπικό φουτουριστικό Μετρόπολις (1927) του Φριτζ Λανγκ.
Φυσικά, η υψηλή ποιότητα και το πρωτοποριακό στιλ των Γερμανών κινηματογραφιστών στα Goldene Zwanziger (χρυσά 1920s) δεν πέρασε απαρατήρητη στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού, με τους μεγαλύτερους σκηνοθέτες και ηθοποιούς, όπως ο Λανγκ, ο Μουρνάου και ο Έμιλ Γιάνινγκς να μετακομίζουν στο Χόλιγουντ και να βάζουν τη σφραγίδα τους εκεί τόσο με τις δικές τους ταινίες όσο και με την επιρροή τους στους Αμερικανούς δημιουργούς. Ο Γιάνινγκς, αφού κέρδισε το πρώτο Όσκαρ της ιστορίας το 1929, επέστρεψε στη Γερμανία για να πρωταγωνιστήσει στο θρυλικό Γαλάζιο Άγγελο (1930), την πρώτη σημαντική γερμανική ταινία του ομιλούντος κινηματογράφου, πλάι στην ανερχόμενη τότε Μάρλεν Ντίτριχ. Το 1931, ο Λανγκ γύρισε την τελευταία του ταινία στη Γερμανία και πρώτη με ήχο, το εξαιρετικό και πολύ μπροστά από την εποχή του Δράκο του Ντίσελντορφ (1931). Το μέλλον του γερμανικού κινηματογράφου, παρά την κρίση του ΄29 και το δέλεαρ του Χόλιγουντ, έμοιαζε λαμπρό.
Η μοίρα των τριών κύριων πρωταγωνιστών του Γαλάζιου Αγγέλου αποτελεί τραγική ειρωνεία και ενδεικτικό των ταραγμένων καιρών. Ο Έμιλ Γιάνινγκς παρέμεινε στη Γερμανία και έγινε βασικό όργανο προπαγάνδας του καθεστώτος μέσα από τις ταινίες του, επιλογή που του στοίχισε τη δυνατότητα να συνεχίσει την καριέρα του όταν το καθεστώς κατέρρευσε. Η Ντίτριχ μετανάστευσε μόνιμα στις ΗΠΑ, όπου έγινε σύμβολο του σεξ και μεγάλη σταρ, και αντιτάχθηκε με κάθε τρόπο τόσο στον ίδιο το ναζισμό όσο και σε κάθε καταπάτηση ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Ο τρίτος της ταινίας, ο εβραϊκής καταγωγής Κερτ Γκέρον, διέφυγε στην Ολλανδία με την άνοδο των χιτλερικών, ωστόσο συνελήφθη όταν οι Ναζί κατέκτησαν την εν λόγω χώρα και “έσβησε” τραγικά στους διαβόητους θαλάμους αερίων του Άουσβιτς, το 1944.
Υπό τον έλεγχο των Ναζί
Το μέλλον της χώρας, ωστόσο, έμοιαζε ήδη ζοφερό πριν ο Αδόλφος Χίτλερ εκμεταλλευτεί τα τεράστια οικονομικά προβλήματα και την αδράνεια των δημοκρατικών δυνάμεων για να αναλάβει την εξουσία και να γίνει απόλυτος δικτάτορας, το 1933. Τόσο ο Φύρερ όσο και ο πανούργος υπουργός Προπαγάνδας, Γιόζεφ Γκέμπελς, ήταν ένθερμοι σινεφίλ και έδιναν μεγάλη βαρύτητα στην αξία του κινηματογράφου ως μέσο ψυχαγωγίας, αλλά κυρίως προπαγάνδας και χειραγώγησης. Ο Γκέμπελς θαύμαζε τις άρτιες, προπαγανδιστικές ταινίες του Αϊζενστάιν στη Σοβιετική Ένωση (Απεργία, Θωρηκτό Ποτέμκιν, Οκτώβρης) και οραματιζόταν να μετατρέψει το γερμανικό κινηματογράφο στο τελειότερο εργαλείο προπαγάνδας του καθεστώτος.
Οι Ναζί ουσιαστικά διέλυσαν τις εταιρείες παραγωγής και έθεσαν τα πάντα υπό τον έλεγχό τους, και συγκεκριμένα του Γκέμπελς. Ωστόσο, η στυγνή δικτατορία που επέβαλαν και η μηδενική ανοχή σε Εβραίους και αντιφρονούντες υποχρέωσαν όσους συντελεστές του σινεμά ανήκαν στις παραπάνω κατηγορίες να μεταναστεύσουν. Αρκετοί ακόμα έφυγαν αισθανόμενοι ότι έχασαν την καλλιτεχνική τους ελευθερία, καθώς οι Ναζί έλεγχαν πλήρως το περιεχόμενο των ταινιών που γυρίζονταν, ενώ κάποιοι δεν είχαν ιδεολογικό πρόβλημα με το καθεστώς αλλά πρακτικό, θεωρώντας πως στην Ευρώπη ή το Χόλιγουντ οι ευκαιρίες θα ήταν περισσότερες. Η μεγάλη πλειοψηφία των ικανών Γερμανών δημιουργών και ερμηνευτών έφυγε από τη χώρα δημιουργώντας ένα μεγάλο κενό και επηρεάζοντας τα σχέδια του Χίτλερ και του Γκέμπελς, και πολλοί εξ αυτών διέπρεψαν στις ΗΠΑ. Αρκετοί πάντως, όπως ο Γιάνινγκς, έμειναν, είτε λόγω ιδεολογικής σύγκλισης με το καθεστώς, είτε γιατί θεώρησαν ότι αποτελεί τον ευκολότερο δρόμο προς τη δόξα και το χρήμα.
Προπαγάνδα, αντισημιτισμός και πόλεμος
Παρότι ο έλεγχος των κινηματογραφικών παραγωγών πέρασε στα χέρια των Ναζί, θα ήταν υπερβολή να ισχυριστεί κανείς ότι ο Γκέμπελς και οι κυβερνητικοί του υφιστάμενοι ασχολούνταν ξεχωριστά με την κάθε ταινία που γυριζόταν. Από τις περίπου 1100 ταινίες που γυρίστηκαν στη Γερμανία επί Χίτλερ, οι περισσότερες είχαν ελάχιστη ως καθόλου προπαγάνδα και η μόνη εμπλοκή της κυβέρνησης ήταν ο αποκλεισμός των “μη Άρειων” από την παραγωγή και η επιτροπή λογοκρισίας. Οι περισσότερες ταινίες ήταν μελοδράματα, συχνά εποχής, ενώ δεν έλειψαν οι ιστορικές ταινίες (με διαστρεβλωμένη συνήθως την ιστορία στα μέτρα των Ναζί) και κάποιες πιο ανάλαφρες κωμωδίες και μιούζικαλ. Όσο για τις εισαγόμενες ταινίες από Ευρώπη και ΗΠΑ, αυτές περνούσαν από “κόσκινο” πριν προβληθούν στη Γερμανία, με αντιπολεμικά έργα όπως Ουδέν Νεώτερον από το Δυτικό Μέτωπο και, φυσικά, ο Μεγάλος Δικτάτορας του Τσάρλι Τσάπλιν που σατίριζε ευθέως το Χίτλερ να απαγορεύονται (αν και ο ίδιος ο Φύρερ είδε την ταινία, και μάλιστα δύο φορές). Από την κήρυξη του πολέμου και μετά, η προβολή ταινιών από χώρες εχθρικές προς τη Γερμανία προφανώς σταμάτησε εντελώς.
Η ποιότητα του γερμανικού κινηματογράφου στα χρόνια του Γ΄ Ράιχ παρουσίασε θεαματική πτώση για πολλούς και ποικίλους λόγους. Όπως εξηγήσαμε πριν, οι περισσότεροι από τους πιο ταλαντούχους συντελεστές έφυγαν από τη Γερμανία, ενώ όσοι έμειναν είχαν ελάχιστη καλλιτεχνική ελευθερία για να ξεδιπλώσουν το ταλέντο τους. Τα είδη που μπορούσαν να γυριστούν ήταν περιορισμένα, ενώ οι Ναζί στερούνταν πλήρως οποιασδήποτε καλαισθησίας και εκτίμησης του ωραίου για να προωθήσουν αξιόλογες ταινίες. Τέλος, όσο προχωρούσε ο καταστροφικός Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος η τέχνη πέρασε σε δεύτερη μοίρα για τους Ναζί και οι παραγωγές μετά το 1941 ήταν ελάχιστες, καθώς αρκετοί από τους συντελεστές είχαν επιστρατευτεί.
Οι πιο αξιοσημείωτες ταινίες του ναζιστικού καθεστώτος ήταν αναμφίβολα τα έργα προπαγάνδας, τα οποία έφεραν την προσωπική σφραγίδα του Γκέμπελς. Στα πρώτα χρόνια της εξουσίας των Ναζί, κυριάρχησε η Λένι Ρίφενσταλ, με ντοκιμαντέρ – υπερπαραγωγές που εξυμνούσαν τους ηγέτες και τα ιδανικά των Ναζί και τους παρουσίαζαν όσο πιο μεγαλειώδεις γινόταν. Τα βασικότερα έργα της Ρίφενσταλ ήταν ο Θρίαμβος της Θέλησης (1935, φωτό από σκηνή κάτω) και Olympia (1936), το δεύτερο για τους Ολυμπιακούς Αγώνες του Βερολίνου που διοργανώθηκαν τότε. Οι ταινίες της αποτελούν δείγματα υψηλής τεχνικής και ποιότητας, παρά το απαράδεκτο μήνυμα που προωθούν. Ο Γκέμπελς επισκεπτόταν συχνά τα κεντρικά στούντιο στο Βερολίνο, για να ενημερωθεί για τα έργα που γυρίζονταν, να δώσει οδηγίες αλλά και να συναντήσει όμορφες νεαρές ηθοποιούς με τις οποίες συχνά σύναπτε ερωτικές σχέσεις, χωρίς αυτές φυσικά να έχουν το περιθώριο να αρνηθούν.
Μόλις ξεκίνησε ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος, ο Χίτλερ και ο Γκέμπελς αποφάσισαν πως πρέπει να γυριστούν ταινίες που να προωθούν τον αντισημιτισμό και να δικαιολογούν τις απάνθρωπες πολιτικές εναντίον των Εβραίων. Ο Χίτλερ προτιμούσε ωμή, ευθεία και συχνά ανατριχιαστική προπαγάνδα, η οποία αναδεικνύεται πλήρως στο ψευδο-ντοκιμαντέρ Ο Αιώνιος Εβραίος (1940), το οποίο δήθεν αναδείκνυε τα εγκλήματα και την παρασιτική φύση των Εβραίων. Ο Γκέμπελς, ωστόσο, προτιμούσε τον έμμεσο αντισημιτισμό, ο οποίος εμφανίζεται μέσα σ΄ ένα δομημένο σενάριο με ενδιαφέρουσα πλοκή και άρτια σκηνοθεσία, τεχνική που αποδείχθηκε πολύ δημοφιλέστερη με το γερμανικό κοινό.
Υπό την αιγίδα του, γυρίστηκε το φιλμ Jud Süß, το 1940, ένα έξοχο καλλιτεχνικά, αλλά διαβολικό έργο που πέτυχε απόλυτα το στόχο του καθώς, σύμφωνα με μαρτυρίες, όπου προβάλλονταν οι αντισημιτικές εκδηλώσεις αυξάνονταν κατακόρυφα. Ο σκηνοθέτης της ταινίας Φάιτ Χάρλαν κατηγορήθηκε μετά τον πόλεμο για έγκλημα κατά της ανθρωπότητας, ο μοναδικός άνθρωπος που έχει κατηγορηθεί για κάτι τέτοιο με αφορμή το καλλιτεχνικό του έργο. Ο Χάρλαν “έπεσε στα μαλακά” ισχυριζόμενος ότι ο Γκέμπελς ήταν υπεύθυνος για το περιεχόμενο της ταινίας και ο ίδιος δεν είχε περιθώριο επιλογής. Παρότι υπάρχουν στοιχεία για να στηρίξουν τα λεγόμενά του, αρκετοί ιστορικοί υποστηρίζουν πως αυτός αλλά και άλλοι συντελεστές στο ναζιστικό σινεμά στήριζαν μέσω της τέχνης τους την πολιτική εξόντωσης της κυβέρνησης, έστω κι αν οι περισσότεροι το έκαναν καιροσκοπικά και τυχοδιωκτικά παρά για ιδεολογικούς σκοπούς.
Το τέλος και η κληρονομιά
Με τον πόλεμο να παίρνει καταστροφική τροπή για τους Ναζί, από το 1942 μέχρι το 1945 γυρίστηκαν πολύ λίγες ταινίες, κυρίως με άμεσα προπαγανδιστικό χαρακτήρα, καθώς το ενδιαφέρον στρέφονταν αλλού. Μετά τον πόλεμο, κάποιοι από τους συμμετέχοντες, ιδίως στις πιο γνωστές ναζιστικές ταινίες, συνελήφθησαν και μερικοί, όπως ο εκ των πρωταγωνιστών του Jud Süß, Heinrich George, πέθαναν αιχμάλωτοι των Σοβιετικών. Οι περισσότεροι ωστόσο γλίτωσαν με ελαφριές ως καθόλου ποινές, καθώς θεωρήθηκαν “περιφερειακοί” υποστηρικτές (Mitläufer) των Ναζί και όχι άμεσα υπεύθυνοι. Ο Γιάνινγκς, που πριν την άνοδο του Ναζισμού θεωρούνταν ο κορυφαίος Γερμανός ηθοποιός, κρατούσε παντού μαζί του το Όσκαρ που είχε κερδίσει το 1929 (φωτό αριστερά) για να πείσει τους Αμερικανούς πως “είναι δικός τους”, ωστόσο η καριέρα του έληξε άδοξα, αν και δε διώχθηκε ποινικά. Ο Χάρλαν επέστρεψε σταδιακά στη σκηνοθεσία και γύρισε εννιά ταινίες μεταπολεμικά, προκαλώντας αντιδράσεις σε κάθε του εμφάνιση. Η Ρίφενσταλ, τέλος, μια από τις πρωτοπόρους σκηνοθέτιδες, δεν τιμωρήθηκε αλλά δεν κατόρθωσε ποτέ να κάνει την καριέρα που μπορούσε, πληρώνοντας την επιλογή της να συνταχθεί με το χειρότερο καθεστώς όλων των εποχών.
Ο κινηματογράφος του Γ΄ Ράιχ αξίζει μελέτης περισσότερο από ιστορικής παρά καλλιτεχνικής σκοπιάς, κυρίως οι ξεκάθαρα προπαγανδιστικές ταινίες του και η επιρροή τους στο κοινό της εποχής και στη στήριξη των πολιτικών γενοκτονίας του καθεστώτος. Πέρα από τα ντοκιμαντέρ της Ρίφενσταλ και τα δύο αντισημιτικά έργα που προαναφέρθηκαν, τα οποία αξίζουν προσοχής και έχουν εγγενή καλλιτεχνική αξία, οι ταινίες της χιτλερικής εποχής έχουν σχεδόν ξεχαστεί, και δικαίως. Θα έλεγε κανείς ότι η μεγαλύτερη συνεισφορά των Ναζί στον κινηματογράφο είναι οι αναρίθμητοι έξοχοι δημιουργοί που “διοχέτευσε” στο Χόλιγουντ όταν τους ανάγκασε να φύγουν από τη Γερμανία, καθώς και η αστείρευτη πηγή έμπνευσης που δημιούργησαν τα πεπραγμένα τους. Ο κινηματογράφος είναι και πρέπει να είναι εδώ ώστε να μην ξεχάσουμε ποτέ.
https://www.youtube.com/watch?v=z7o50FpVOWk
https://www.youtube.com/watch?v=z6trnIXWgSU