Ο καιρός από το πρωί “μύριζε” βολτίτσα παραλία, αλλά ο λαιμός σου διαμαρτυρόταν οπότε αντί για παγωτό κρατούσαμε τα μπουφανάκια μας στα χέρια. Δεν περπατήσαμε πολύ. Είναι και αυτά τα έργα στη παραλία που κάπως σαν να σε αποθαρρύνουν και να σε εγκλωβίζουν. Είναι μήπως και αυτά ένας λόγος που καθυστερώ εδώ και 1,5 χρόνο να αγοράσω ποδήλατο; Μετά από λίγο καθίσαμε σε ένα πεζούλι με θέα τη θάλασσα και έναν κυριούλη που έπαιζε ρομαντικά τραγούδια με το κλαρίνο του. Ή μήπως ήταν κλαρινέτο; Ήθελες να του δώσεις χρήματα και εγώ σε προσγείωσα λέγοντας με σιγουριά ότι δεν είναι ένας απλός ζητιάνος! Ότι ένα οργανωμένο σχέδιο κρύβεται από πίσω. Τόσο σίγουρος ήμουν! Οπότε προσγειώθηκες απότομα. Μάλλον το έχω κάνει και άλλες φορές αυτό αλλά ποτέ δεν μου το έχεις πει!
Βολτίτσα πάλι και εγώ να σε πειράζω στην πλάτη. Σε σύγκριση όμως με τα δικά σου πειράγματα εγώ ήμουν ήσυχος! Τι σε έπιασε δεν ξέρω! Θα το λύσω όμως το μυστήριο! Καλά ποιο μυστήριο; Τώρα που το σκέφτομαι, είναι πιθανό να αισθάνεσαι σαν παιδί όταν είσαι μαζί μου. Είναι όμορφο αυτό, μου αρέσει. Κάτι τέτοια μας κάνουν να ξεφεύγουμε λιγάκι από τους εκκωφαντικούς ήχους της πραγματικότητας. Είναι σαν να κλείνουμε τα αυτιά και να κοροϊδεύουμε τον κόσμο λέγοντάς του “Δεν σε ακούω, μίλα όσο θες!”. Και έτσι ακούμε μόνο όσα μας ηρεμούν. Ίσως είναι από τους λίγους τρόπους που επιτρέπουμε στον εαυτό μας να ακούσει τη καρδιά του. Τι τυχεροί όσοι μπορούν να ξαναγίνουν παιδιά έστω και για λίγο.
Και μετά έρχεται η δύσκολη ερώτηση! Τι θες να κάνουμε τώρα; Ωχ! Ώρα για αποφάσεις. Σημαντικές! Με ένα βάρος δυσβάστακτο που ασυναίσθητα θέλεις να το διώξεις από πάνω σου. Δεν το μπορείς! “Μα γιατί μου το ρωτάς αυτό κάθε φορά;”, σου λέω. Σιγά ρε φίλε, κούλαρε! Μια απλή ερώτηση είναι, τίποτα παραπάνω. Και το ξέρεις ότι η σωστή απάντηση δεν έχει να κάνει ούτε με το μέρος που θα πας ούτε με τη δραστηριότητα που θα κάνεις. Έχει να κάνει με το να είσαι πραγματικά παρών στο οτιδήποτε. Είσαι; Ωραία, προχωράμε!
Μέσα λοιπόν και ξεκινάμε για το μουσείο φωτογραφίας στο λιμάνι. Πολύ ησυχία στο μουσείο. Τρεις και ο κούκος. Ο κούκος ήμουν εγώ! Πήραμε τη φωτοτυπία με τις λεζάντες και άντε ξεκινήσαμε να βλέπουμε μία μία τις φωτογραφίες από παλιά χρόνια της Θεσσαλονίκης μας. Τα χρόνια του πρώτου παγκόσμιου πολέμου, μετά η μεγάλη φωτιά και μετά φωτογραφίες από άλλες εποχές. Ρε τον Βενιζέλο δεν τον είχανε ή τον χάσαμε μέσα στη βιασύνη μας; Βασικά, πιο πολύ εγώ βιαζόμουν, ειδικά προς στο τέλος, και νομίζω ότι για χάρη μου δεν είδες μερικές φωτογραφίες όσο προσεκτικά θα ήθελες. Δεν διαμαρτυρήθηκες όμως. Το μόνο που μου είπες και θα το θυμάμαι είναι ότι σου αρέσει πολύ να βλέπεις κτήρια που έχουν περάσει τόσοι πολύ άνθρωποι μέσα στο πέρασμα των χρόνων. Σε αυτό το σημείο, θα ήθελα να τονίσω, προς υπεράσπιση του εαυτού μου και για να μην δημιουργηθούν λάθος εντυπώσεις, ότι καθίσαμε αρκετή ώρα στο μουσείο και πιστεύω ότι απολαύσαμε σε ικανοποιητικό βαθμό την έκθεση!
Όχι όμως όσο απολαύσαμε την ξάπλα στα κυματιστά παγκάκια στο λιμάνι. Αγκαλιά και με τα χεριά μας να κάνουν σκιά στον ζηλιάρη ήλιο που ήθελε να τρυπώσει κάτω από τα δάκτυλά μας και να πάρει λίγο από τη γλύκα μας. Ήλιε μου, ήλιε μου, συγγνώμη αλλά δεν έχει! Και έτσι μείναμε ξαπλωμένοι και ο κόσμος περνούσε πέρα δώθε. Ήταν το μόνο που έδειχνε κίνηση γιατί για μας ήταν σαν να σταμάτησε ο χρόνος. Δύσκολο να το πετύχεις αυτό σε τέτοιες γρήγορες εποχές που ζούμε. Και όταν το πετυχαίνεις κοίτα να το χαίρεσαι! Όπως και εμείς. Άσε που πιστεύω ότι αρκετοί από αυτούς που μας έβλεπαν για κάποιο λόγο χαίρονταν και αυτοί. Σαν εκείνο το κοριτσάκι με το όμορφο χαμόγελο που μας χαιρέτησε και τρέχοντας πήγε στους γονείς του και άρχισε να φωνάζει, “Μαμά μας είδαν!”, ενώ ο αδερφός της πετάχτηκε λέγοντας, “Κοίτα κοιμούνται!”. Ναι! Κοιμόμαστε! Στον δικό μας ύπνο. Όπου ξυπνητήρια απαγορεύονται, τα πατζούρια είναι κατεβασμένα και οι πόρτες κλειστές. Και όμως αγαπητοί μου ζούμε μέσα σε φως!
Αχ, άντε τώρα όμως να σηκωθείς από το παγκάκι. Σιγά γιατί έχουμε και μια ηλικία! Μπορεί να μην γεράσαμε ακόμα σωματικά αλλά βαλθήκαμε με λόγια να μας γεράσουμε. Πόσο είχαμε πει; 60 ή 65; Ναι, γίναμε ξαφνικά 65 χρονών και αρχίσαμε να κάνουμε και σχέδια για το πως θα είμαστε τότε. Χεράκι-Χεράκι. Ερωτευμένος-Ερωτευμένη. Μέχρι και σε συμφωνίες πήγαμε να καταλήξουμε. Συμφωνίες που κρύβουν επιθυμίες υπό τη μορφή όρων. Δεν καταλήξαμε τελικά. Θα χρειαστούν περισσότερες συναντήσεις και εκατέρωθεν υποχωρήσεις. Προβλέπεται δύσκολη η διαπραγμάτευση.
Και τώρα πάλι στους δρόμους. Αυτή τη φορά με ένα νέο σκοπό! Να πάμε για φαγητό. Ψαράκι θες καρδούλα μου; Ψαράκι θα σε πάω να φας. Ότι τραβάει η ψυχή σου! Οπότε καταλήξαμε σε ταβερνο-μεζεδο-τσιπουράδικο με μουσική υπόκρουση λαϊκά τραγούδια. Εκεί δεν σε ρωτάν τι θα πάρετε αλλά μόνο αν θέλετε ψάρι ή κρέας. Και μετά αναλαμβάνουν αυτοί! Και αρχίσαμε τα πιάτα να καταφθάνουν και εγώ να φωνάζω, “Κάντε χώρο για τα πιάτα! Χώρο στα πιάτα!” Ώπα, τι είναι αυτό; Μπακαλιάρος και από δίπλα με περηφάνια δεσπόζει η ξακουστή σκορδαλιά. Ααααχ! (όχι δεν έφαγα σκορδαλιά οπότε μην απομακρύνεστε στο αχ μου!). Σου αρέσει το σκόρδο, εμένα όχι και πολύ. “Φάε να δεις είναι ωραίο!”. “Δεν θέλω, φάε εσύ”, “Φάε για να μη σου μυρίζω εγώ”, “Βρε δεν θέλω, μην αγχώνεσαι”. Τελικά αγχώθηκες και επέστρεψες πίσω το πιάτο με τη σκορδαλιά. Ευτυχώς χωρίς τον μπακαλιάρο που φαγώθηκε ολοκληρωτικά! Όπως και ο γαύρος στα κάρβουνα! Και μάλιστα παντρεμένος. Αμέ! Με λαδάκι και μυρωδικά από πάνω. Δεν έμεινε ούτε δείγμα.
Και έτσι με φουσκωμένες τις κοιλιές μας βάλαμε πλώρη για το σπίτι με μια μικρή στάση για φρούτα. Πορτοκάλια, φράουλες και βανίλιες και τώρα που γράφω το κείμενο νομίζω ότι τρώω την τελευταία. Σπίτι λοιπόν και ξεκούραση για τη βραδινή έξοδο. Εγώ κοιμήθηκα, εσύ όχι. Με ξύπνησε βίαια μια κλήση στο κινητό και για ακόμη μια φορά με παρακάλεσες να το βάζω στο αθόρυβο όταν κοιμάμαι. Κάποια στιγμή υπόσχομαι να αρχίζω να το κάνω! Έτοιμοι για έξοδο με παρέα στο κέντρο για ρακή και κανένα τσιμπολόι. Τρεις αρχίσαμε, δεκατρείς καταλήξαμε. Μεγάλη παρέα αλλά ξέρετε πως είναι αυτά. Δημιουργούνται κλίκες και δεν μπορούν να μιλήσουν όλοι με όλους. Δεν με πειράζει. Μου θύμισε τα φοιτητικά μου χρόνια που βγαίναμε τσούρμο και άντε δέκα ώρες να αποφασίσουμε που θα πάμε! Πάντως αν σας πω ότι αισθάνομαι ακόμα φοιτητής να μην με πιστέψετε, δεν ισχύει.
Αν με ρωτήσετε όμως τι αισθάνομαι μετά από όλα αυτά που σας έγραψα, μία λέξη έχω για εσάς. Τυχερός. Αισθάνομαι τυχερός. Δεν ξέρω αν είμαι ικανός να δημιουργώ τέτοιες μέρες. Δεν ξέρω αν είμαι επίσης ικανός να τις χαίρομαι όσο πρέπει. Ξέρω όμως ότι τις θέλω. Ότι τις χρειάζομαι. Ότι τις αναζητώ. Ότι θα κάνω χώρο για αυτές. Ότι τις αγαπώ. Και μαζί με αυτές και εσένα που είσαι εκεί δίπλα μου και τις απολαμβάνεις. Χαϊδεύοντας το χέρι μου είναι σαν να τις χαϊδεύεις. Φιλώντας τα χείλη μου είναι σαν να τις κάνεις πιο γλυκές. Με αυτά που κάνεις τις κακομαθαίνεις και να δεις που όλο και περισσότερο θα έρχονται σε σένα. Και μαζί με σένα και σε μένα. Μαζί και οι δύο μέσα στη δική μας πραγματικότητα. Στον δικό μας παράδεισο. Στη δική μας λεπτομέρεια. Σε όλο αυτό που ζούμε και θα ζήσουμε. Στις δικές μας τέτοιες μέρες.