Γεννήθηκα δίπλα στη θάλασσα. Τα κύματά της έσκαγαν πάνω στα πόδια μου και με δρόσιζαν ενώ οι παφλασμοί τους με νανούριζαν τα βράδια. Όλες μου οι παιδικές αναμνήσεις αναδύονται από τα βάθη της και νοστιμεύουν από την αρμύρα της. Μικρό παιδί έτρεχα στις ακτές μαζεύοντας βότσαλα και έβαζα στα αυτιά μου τα κοχύλια για να ακούσω το τραγούδι των γοργόνων. Τσαλαβουτούσα στα ρηχά και όσο μεγάλωνα προχωρούσα όλο και πιο βαθιά. Με βουτιές και μακροβούτια και βγες στην επιφάνεια και άντε πάλι στο βυθό κυνηγώντας τα ψάρια προσπαθώντας να τα πιάσω. Μα πάντα αυτά γλιστρούσαν. Είχα τον παππού μου όμως θυμάμαι. Ψαράς, απ’ τους καλύτερους στο χωριό. Ξημερώματα κάθε πρωί φορούσε το χαμόγελό του και την καλή του τη διάθεση, έκανε ένα σάλτο μέσα στην βάρκα του και ξεχυνόταν στα βαθιά. Γύριζε το μεσημέρι με τα δίχτυα του γεμάτα ψάρια και χταπόδια και μύδια και… και… και… Έδινε σε εμάς τα καλύτερα από αυτά που είχε πιάσει και για τον ίδιο κρατούσε ό,τι απέμενε. Τόσο πολύ μας αγαπούσε. Άλλοι μετά το φαγητό έχουν χώρο για ένα γλυκό, εμείς πάντα είχαμε χώρο για ένα ακόμα ψάρι.
Τα χρόνια περνούσαν και εμείς μεγαλώναμε. Πάντα δίπλα στη θάλασσα. Από τον Μάιο ξεχυνόμασταν στις αμμουδιές και δειλά δειλά κάναμε βήματα προς τα παγωμένα ακόμα νερά της. Χτίζαμε κάστρα στην άμμο και υποδυόμασταν τους ήρωες, πρίγκιπες και βασιλιάδες, και αν τύχεναι ένα κύμα να πέσει πάνω στις κατασκευές μας και να παρασύρει στο διάβα του το απόρθητο, μέχρι τότε κάστρο μας, βρισκόμασταν σε περίοδο πολέμου. Και όταν ακόμα τα κύματα ήταν μεγάλα και μας περνούσαν σε ύψος εμείς παίρναμε φόρα και τρέχαμε κατά πάνω τους και όχι προς την αντίθετη κατεύθυνση. Δεινοί κολυμβητές κάναμε κόντρες μεταξύ μας τόσο στην ταχύτητα όσο και στο χρόνο που θα παραμέναμε κάτω στο βυθό της ενώ πάντα επιστρέφαμε σπίτι ηλιοκαμένοι, στάζοντας το αλμυρό νερό σε όλη τη διαδρομή και κρατώντας στις χούφτες μας κοχύλια και πέτρες. Βάζα αμέτρητα είχε γεμίσει η μητέρα μου και στόλιζε ολόκληρο το σπίτι. Γύρω στο Σεπτέμβριο τα μπάνια μας σταματούσαν αλλά οι περίπατοί μας στην αμμουδιά ή στην “σκάλα” δεν έλειπαν ποτέ.
Ψάχνοντας αδιέξοδο από τις φουρτούνες μου διέσχιζα όλη την ακτή από τη μία άκρη μέχρι την άλλη. Καθόμουν πάνω στην άμμο, υγρή από την υγρασία της και με σταγόνες μικρές να φτάνουν στο πρόσωπό μου αλλά καθόλου δεν με πείραζε. Ο άνεμος φυσούσε με μανία και μαζί με τα μαλλιά μου που ανέμιζαν έφευγε και κάθε μου έννοια. Οι άγκυρες που με κρατούσαν στο δικό μου βυθό σταματούσαν πλέον να με απασχολούν. Αγνάντευα το απέραντο γαλάζιο της, με συνοδεία τα κρωξίματα των γλάρων και προσπαθούσα να διακρίνω που τελείωνε η γη και που άρχιζε ο ουρανός. Δεν μπορούσα ποτέ να καταλάβω γιατί ο Θεός διάλεξε για κατοικία του τον ουρανό ενώ ο παράδεισος βρισκόταν μπροστά στα πόδια μου εκείνη ακριβώς τη στιγμή. Το ηλιοβασίλεμα ερχόταν για να γεμίσει τον καμβά με χρώματα πορτοκαλί και κόκκινα και μοβ. Ένα τοπίο σαγηνευτικό που έκανε την καρδιά να ταξιδεύει με απλωμένα πανιά στα δικά της νερά κόντρα σε κάθε καιρό. Και τα βράδια….μα πόσο ωραία μύριζε η γη τα βράδια. Οι νύχτες είχαν πάντα αυτήν την κρυστάλλινη διαύγεια που καθαγιάζει κάθε πόνο. Τα νερά της θάλασσας κινούνταν νωχελικά και παράσερναν τους πάντες στο χορό τους.
Μέχρι και σήμερα που η ζωή τα έφερε έτσι και μεγαλώνω πλέον μακριά της εγώ αδημονώ να βρεθώ κοντά σε αυτήν και να χαθώ και πάλι, έστω και για λίγο, μέσα στην απεραντοσύνη της και τη μαγεία της. Η αλμύρα της βάλσαμο για κάθε πληγή. Τόσο μεταφορικά όσο και κυριολεκτικά. Το βλέμμα σου να χάνεται στον ορίζοντα και να αρνείται πεισματικά να κοιτάξει προς οποιαδήποτε άλλη κατεύθυνση. Η μαγεία της και η ομορφιά της πλέρια δοσμένη σε όποιον μπορεί να την εντοπίσει. Και τυχερός αυτός που μπόρεσε να την γευτεί.
Αντιμετωπίσαμε τόσους βοριάδες δίπλα της που πλέον δεν φοβόμαστε τίποτα.