Χάνος – Καλησπέρα υπέροχε ποιητή Kωνσταντίνε Καβάφη που η φήμη σας απλώνεται πέρα ως πέρα των εθνών.
Καβάφης – Ήμουν και τυχερός
Χάνος – Tυχερός;
Καβάφης – Σαν παιδί
Χάνος – Σαν παιδί;
Καβάφης – Είχα ελευθερίες.
Χάνος – Και εδώ στην Ελλάδα αν μεγαλώνατε τις ίδιες θα είχατε.
Καβάφης – Μην το λες!
Xάνος – Γιατί;
Καβάφης – Αν ζούσα στην ωραία Ελλάδα μας το πολύ πολύ μετά τον θάνατό μου να βρίσκατε μια σελίδα από ένα ημερολόγιο που θα έγραφε τα εξής:
***”Ήμουν πέντε όταν με έκλεισαν μέσα για πρώτη φορά. Έκλαιγα πολύ και ρωτούσα, τί έκανα; Μου έλεγαν είσαι μεγάλος. Δεν ήξερα ότι είναι τόσο άσχημο να είναι κανείς μεγάλος. Με έκλεισαν σε έναν μικρό χώρο με πολλά παιδιά και μια κυρία που μας έλεγε τί να κάνουμε κάθε φορά. Ήθελα να έρθει το καλοκαίρι και ονειρευόμουν την θάλασσα και τα παιχνίδια στην εξοχή. Ήρθε το καλοκαίρι και ήταν τέλεια όμως η χαρά μου δεν κράτησε πολύ. Μια μέρα ήρθε και πάλι ο παλιοχειμώνας και με κλείσανε πάλι φυλακή. Αυτή λεγόταν δημοτικό, έπρεπε να ξυπνάω κάθε πρωί πριν βγει ο ήλιος και να τρέχω να προλάβω το κουδούνι πριν χτυπήσει. Εκεί ήμασταν ακόμα περισσότεροι φυλακισμένοι, ο καθένας ανάλογα με την ηλικία και το επίθετό του κλεισμένος σε κάθε ένα κελί. Έπρεπε να καθόμαστε σε κάτι τραπέζια δυό δυό και να μην μιλάμε μεταξύ μας, μόνο να ακούμε αυτά που έλεγε ο Κύριος και να κοιτάμε έναν μαύρο πίνακα. Έτσι περνούσαν οι ημέρες και οι μήνες και τα χρόνια και τελικά έμαθα να γράφω και να διαβάζω. Στην προτελευταία τάξη πέρασα την πόρτα της ομάδος που φυλούσε την τελευταία τάξη και κατάφερα χωρίς ξύλο να μπω και να τελειώσω την τελευταία τάξη του δημοτικού, άλλα παιδιά δεν ήταν τόσο τυχερά. Όσα δε, μίλησαν στους γονείς για το θέμα αυτό βρήκαν τον μπελά τους. Επιτέλους είχα εκτίσει την ποινή μου και ήμουν πολύ χαρούμενο μέχρι που ένα πρωί με ξύπνησαν γιατί έπρεπε να μπω σε πιο μεγάλη φυλακή που θα μάθαινα σπουδαία πράγματα ξανά. Πήγα γυμνάσιο. Αυτή η φυλακή ήταν χειρότερη. Έπρεπε να κουβαλάμε περισσότερο βάρος κάθε πρωί, ήμασταν περισσότεροι φυλακισμένοι και είχαμε πολλούς δεσμώτες που μας έλεγαν πολλά διαφορετικά πράγματα κάθε φορά και στο τέλος αν δεν παίρναμε καλούς βαθμούς ξανακάναμε στο ίδιο κελί τα ίδια πράγματα. Οι φυλακισμένοι που είχαν καλούς βαθμούς, λέγονταν “τα φυτά” έκαναν παρέα μεταξύ τους και δεν μιλούσαν σε αυτούς που είχαν χαμηλούς βαθμούς που λέγονταν “τα κούτσουρα”. Ήμουν και εγώ φυτό στην αρχή και με αγαπούσαν όλοι οι δεσμώτες, και τα φυτά, και οι γονείς αλλά οι φίλοι μου, που προτιμούσα να κάνω παρέα ήταν με τα κούτσουρα και έτσι προτίμησα να γίνω και εγώ ένα. Αφού έκτισα και αυτήν την ποινή λέω τέλος, δεν αντέχω άλλο φυλακή. Δεν ήταν μόνο η πρωινή είχα και απογευματινή, αγγλικά, γαλλικά, ιταλικά. Υπομονή μου λένε να τελειώσεις και την τελευταία για να μπορέσεις να βρεις μια δουλειά και μετά θα είσαι ελεύθερος. Ωραία είπα και αποφάσισα να κάνω λίγο ακόμα υπομονή. Η τελευταία φυλακή ήταν η χειρότερη από όλες. Οι φίλοι μου δεν ήταν μαζί μου στο ίδιο κελί και οι συγκρατούμενοί μου με κορόιδευαν για την εμφάνισή μου και για τα ποιηματάκια που έγραφα παντού. Όσο για τους δεσμώτες δεν μου έδιναν καμιά σημασία γιατί δεν πλήρωνα για απογευματινά μαθήματα, τα λεγόμενα φροντιστήρια που έκαναν όλοι οι υπόλοιποι στα Ελληνικά. Τότε απέκτησα κι άλλο όνομα, με έλεγαν αριστερό, δεν ήξερα τότε τί σημαίνει, όμως κάποιοι δεσμώτες μου έβαζαν καλό βαθμό, φαντάζομαι θα ήταν και αυτοί αριστεροί. ‘Ηταν τόσο δύσκολα, το μάθημα που κάναμε κάθε ημέρα το ήξεραν όλοι από την προηγούμενη, όλοι εκτός από εμένα. Προσπαθούσα στο σπίτι να διαβάζω δυό μαθήματα μαζί όμως στο τέλος της χρονιάς αυτοί είχαν τελειώσει όλη την ύλη και εγώ ήμουν ακόμη στην αρχή. Τελικά στην ηλικία των δεκαέξι μετά από έντεκα χρόνια κράτησης έμαθα πως είμαι κούτσουρο, αδερφή, αριστερός και πόσο σπουδαία είναι τα λεφτά.”***
Χωρίς περίσκεψιν, χωρίς λύπην, χωρίς αιδώ μεγάλα κ’ υψηλά τριγύρω μου έκτισαν τείχη.
Και κάθομαι και απελπίζομαι τώρα εδώ. Άλλο δεν σκέπτομαι: τον νουν μου τρώγει αυτή η τύχη·
διότι πράγματα πολλά έξω να κάμω είχον. A όταν έκτιζαν τα τείχη πώς να μην προσέξω.
Αλλά δεν άκουσα ποτέ κρότον κτιστών ή ήχον. Aνεπαισθήτως μ’ έκλεισαν από τον κόσμον έξω.