“Η αναχώρηση”, είναι ένα προσωπικό διήγημα και το πρώτο που δημοσιεύω στη στήλη, χάρη στην εμπιστοσύνη του newsfilter.gr. Λόγω μεγέθους, θα χωριστεί σε δύο κομμάτια. Ίσως, και για να εξάψω λιγάκι τη φαντασία σας… Σας εύχομαι καλή ανάγνωση!
Περπατούσε πέρα δώθε, έχοντας κολλημένο στα χείλη το τελευταίο τσιγάρο τού τσαλακωμένου πακέτου, που κρατούσε στη γροθιά του. Είχε μόνο πέντε λεπτά στη διάθεσή του. Στηρίχτηκε στον τοίχο. Διέτρεξε με ανάστροφη την παλάμη το μέτωπό του. Το ηλεκτρονικό θερμόμετρο έδειχνε μόλις πέντε βαθμούς Κελσίου και όμως, ήταν ιδρωμένος. Ακόμα και τα ρούχα κολλούσαν πάνω στο κορμί του. Κατέβασε τον φαρδύ μάλλινο γιακά και ανέβασε τα μανίκια, όσο του επέτρεπε το παλτό. Κανένα εμφανές αποτέλεσμα. Το κάψιμο συνέχιζε να κατατρώει τη σάρκα του.
Δεν ήταν σίγουρος ότι το ήθελε αυτό. Αλλά, για τίποτα πλέον δεν ήταν σίγουρος. Έκανε ένα βήμα προς τα μπρος. Έβαλε το χέρι στην τσέπη και έπιασε το χαρτί. Το τράβηξε έξω και το ξεδίπλωσε. Το διάβασε ακόμα μια φορά.
Ποιος ήταν και τι ήθελε από αυτόν; Υπήρχε πιθανότητα να γνώριζε κάποιος κάτι για εκείνον; Έτριψε το πηγούνι. Ήταν τόσο μπερδεμένος! Τα τραχιά γένια του τον γρατζούνισαν. Τα πόδια του ήταν έτοιμα να λυγίσουν υπό το βάρος των σκέψεων. Τα πνευμόνια του προσπαθούσαν αγωνιωδώς να γεμίσουν με αέρα, ακόμα και αν αυτός ήταν γεμάτος δηλητήριο και ελλόχευε ο κίνδυνος να κάψει τα σωθικά του.
Στήριξε το ένα πόδι στον τοίχο του κεντρικού κτιρίου του σιδηροδρομικού σταθμού, έτοιμος να δώσει ώθηση στο κορμί να κινηθεί μπροστά. Ήταν ο μόνος τρόπος. Πλησίασε αρκετά κοντά στην αποβάθρα, ώστε τα βλέμματα των γύρω να καρφωθούν πάνω του. Ένας υπάλληλος του σταθμού βάδισε προς το μέρος του βιαστικά, έτοιμος να ορμήσει σε περίπτωση που κάποια παράλογη σκέψη είχε καρφωθεί στο νου του. Κοίταξε τις ράγες. Τον καλούσαν κοντά τους σαν σειρήνες. Το σφύριγμα του τρένου τού υπενθύμισε ότι έπρεπε να αποφασίσει. Έριξε ακόμα μια ματιά στο σημείωμα. Ήθελε να μάθει.
Επιβιβάστηκε στο τρίτο βαγόνι. Έμοιαζε με κονσερβένιο κουτί. Οι συνεχείς κινήσεις, δεξιά κι αριστερά, τού προκαλούσαν ναυτία. Έριξε μια ματιά στο ρολόι. Είχε χρόνο μέχρι τον σταθμό 7. Κοίταξε έξω από το παράθυρο. Ίσα ίσα τα φώτα θωρούσε. Γύρω, υπήρχε σκοτεινιά και εκείνα ξεπετάγονταν σαν αιωρούμενες πυγολαμπίδες.
Έγειρε το κεφάλι στο παράθυρο. Ήταν σκληρό και κρύο. Έκλεισε τα μάτια. Δεν μπορούσε να κοιμηθεί. Ο ήχος ταξίδευε μέσα από το μέταλλο και έφτανε μέχρι τα μηλίγγια του. Πώς θα αναγνώριζε τον τύπο που τον περίμενε; Δεν ήταν καν σίγουρος αν ήταν άντρας ή γυναίκα. Κροτάλισε τα δάκτυλά του με μανία και άνοιξε τα μάτια. Το κορίτσι που ήταν καθισμένο δίπλα του τον κοίταζε. Μόλις, όμως, το βλέμμα τους συναντήθηκε, γύρισε το κεφάλι της. Ένιωσε πως όπως και εκείνος, έτσι και αυτή έκρυβε τα μάτια της θαρρείς και κάποιος θα μπορούσε να φτάσει στην ψυχή της.
Ήταν σκληρό αυτό που περνούσε. Δεν γνώριζε τίποτα για το παρελθόν του. Όταν πέρασε τη μεγάλη καγκελόπορτα και πάτησε το πόδι του στο χώμα, έξω από εκείνο που βρισκόταν περιφραγμένο από τα μεταλλικά κιγκλιδώματα, κατάλαβε πως τώρα ήταν πραγματικά μόνος. Πριν, είχε τις νοσοκόμες, τους γιατρούς και τους άλλους νοσηλευόμενους. Οι πρώτος καιρός ήταν δύσκολος. Τυλιγμένος με άσπρους μανδύες που έδεναν μπροστά, προσπαθούσε να καταπνίξει εκείνη την περίεργη διάθεση να σκοτώσει. Μπορούσε να μυριστεί τον φόβο των άλλων και αυτό τον έκανε να νιώθει πιο σίγουρος ότι ήθελε να τους κάνει κακό. Όταν, όμως, μεσολάβησαν εκείνες οι χρόνιες αγωγές, τα χάπια και οι καθημερινές συνομιλίες με ανθρώπους που ήθελαν να ακούσουν έναν τρελό, ήρθε και η συναίσθηση.
Και τώρα, δέκα χρόνια μετά, ήταν καλά και έψαχνε την ταυτότητά του.
2 Comments
sm
πολύ καλό! αναμένουμε την συνέχεια.
Ανώνυμος
Σε ευχαριστώ πολύ για τα καλά σου λόγια! Σήμερα αναρτήθηκε και η συνέχεια. Ελπίζω να σου αρέσει.