Κάθε μέρα, σταματούσα και θωρούσα εκείνον τον ψηλό μαντρότοιχο στο τέλος του δρόμου. Αναρωτιόμουν, τι στο διάτανο ήταν από ’κει πίσου. Ήταν καμωμένος από τσιμεντόλιθο και είχε ύψος ίσαμε τα 10 μέτρα. Ούτε κεραμίδι δε φαινόταν. Ήταν φανταχτερός για τα γούστα του χωριού, όπου ήταν γεμάτο χαμόσπιτα και παράγκες. Το πιο καλοβαλμένο σπιτικό, ήταν εκείνο του Κότσου. Και αυτό, επειδή τα έβγανε όλα και τα έβανε από την αρχή. Μέχρι και την τουαλέτα μετέφερε μέσα ο αθεόφοβος! Μεγαλεία λέμε. Ήταν ο πρώτος που έκαμε την ανάγκη του στα ζεστά, χωρίς να σκέφτεται πως θα κατεβάσει τα σώβρακα χωρίς να τσουτσουριάσει.
Έτσι, τούτος εδώ ο τοίχος, ήταν ξένο πράμα. Ούτε που πήραμε χαμπάρι πότε καμώθηκε. Τη μια μέρα δεν υπήρχε και την άλλη ήταν εκεί. Δεν ήταν και δρόμος που διαβαίναμε καθημερινά. Ιδίως τον χειμώνα, δεν πάταγε το ποδάρι του κανείς. Τώρα όμως, ο δικός μου δρόμος με έβγανε συνεχώς κατά ’δω. Λαχταρούσα να ανοίξει η σιδερένια πουριά και να κρυφοκοιτάξω. Γι’ αυτό έφερνα τα γίδια να τα βοσκήσω σε αυτή την πλευρά, παρότι ήταν γεμάτη κράκωρα. Δεν το ’χα μετανιώσει και ας είχαν γκρεμιστεί δυο ζα μου. Τα έβανα με τον Κανέλο που δεν τα ’χε στο νου, να τρέξει στο κατόπι τους. Τον άφησα λοιπόν νηστικό, να δει αν θα το ξανακάμει.
Ένα μήνα τώρα, δεν είχα θωρήσει κανέναν. Ούτε φωνή δεν είχε ακουστεί. Λες και δεν έμεναν άνθρωποι εκείθε. Και ούτε στο χωριό είχε φανεί κανείς ξένος. Ίσως, κατέβαιναν στην πόλη για τις προμήθειές τους. Ποιος ξέρει; Φανταζόμουν, πως από πίσου κρυβόταν μια όμορφη κυρά. Και έτσι, ήθελα να δει εμένα πρώτο. Όχι, να μου την προλάβει κανείς από εκείνους τους λιγδιασμένους. Εγώ, είχα σαράντα γίδια ή μάλλον τώρα, τριάντα οχτώ και όχι είκοσι. Ήμουν περιωπής εγώ.
Κάποια μέρα λοιπόν, το αποφάσισα. Επήρα το ταγάρι μου, γιατί δεν ήξερα πόσο θα τραβούσε η ιστορία, και χωρίς το κοπάδι, πήγα και στήθηκα στην απέναντι ελιά. Ξάπλωσα χάμου και περίμενα. Περίμενα… περίμενα… ώσπου κάποια στιγμή ακούστηκε ένας βρυχηθμός σαν να ήταν κάποιο θεριό. Σκιάχτηκα και έχωσα την κεφάλα μου μέσα στην πατατούκα. Μα δεν ήταν θεριό. Η σιδερένια πουριά ήταν. Άνοιγε. Πήδηξα στα δυο μου πόδια, ίσιωσα και το μαλλί και πλησίασα. Περίμενα να βγει κανά γυαλισμένο αμάξι, αλλά τίποτα. Δεν ήταν κανείς στην είσοδο. Σάμπως να άνοιξε, μονάχα για να καλωσορίσει εμένα. Με μεγάλες δρασκελιές μπήκα μέσα, για να προκάμω πριν αρχίσει να κλείνει αυτό το πράμα. Μετά από τόσο καιρό, τα είχα καταφέρει!
Ένα μεγάλο σπίτι γεμάτο φτιαξίδια ήταν χτισμένο καταμεσής, ενώ μπροστά στέκονταν δύο μαρμάρινα μαντρόσκυλα που έμοιαζαν με τον Κανέλο. Πιθανότατα τούς είχαν ψοφήσει και είχαν κάμει μνημείο για δαύτα με τη φάτσα τους. Έτσι θα έκαμα και εγώ με τον Κανέλο, μόλις θα τα τίναζε. Κίνησα προς την πουριά, σκούπισα τα ποδάρια μου στο χαλί και χτύπησα το κουδούνι.
«Θεέ μου!» Οι λέξεις βγήκαν τόσο γρήγορα από το στόμα, που δεν πρόκαμα να τις μαζέψω. Μια φιγουράτη κυρά στεκόταν μπροστά μου με τα νυχτικά της και ήταν όμορφη. Πολύ όμορφη! Κόντεψαν να μου φύγουν τα τσαούλια. Και με κοίταζε λάγνα, όπως και εγώ. Περνάω μέσα και την ακολουθώ. Περιμένω να με φιλέψει κανά γλυκό του κουταλιού, μα εκείνη με ρίχνει χαμέ και πέφτει από πάνου μου. Η τυχερή μου μέρα! Δε βαστάω και ορμάω. Θα σκάσουν από το κακό τους οι συγχωριανοί μου μόλις μάθουν τα χαμπέρια, σκέφτομαι. Και δώσ’ του στο ψητό, εγώ. Το μπαλαμούτι πήγαινε και ερχόταν. Αυτές της πόλης, πολύ εύκολες είναι τρομάρα τους. Όχι, σαν τη Σμαρούλα που την κυνηγώ ξωπίσω μπας και της κλέψω κανά φιλί.
«Ωρε παλικάρι μου, τι είναι αυτά τα ξεφτιλίκια;»
Η φωνή του Μήτσου, με ταρακουνά και κοιτάζω να δω πού είναι κρυμμένος. Με πρόλαβε ο παλιοβλάχος και μου τη δίνει από δεύτερο χέρι, σκέφτομαι. Κοιτάω κατά τη σκάλα, μα δεν τον βλέπω. Πού είναι ο γερόξεμοραμένος; Από κάπου θα ξεμυτίσει για να μου την επάρει. Αμ δε.
«Γιατί χαϊδεύεσαι με τον κορμό, ωρε τσουτσέκι;»
Τρώω μια με τη γκλίτσα και ευθύς ξυπνάω. Όνειρο ήταν και καταλαβαίνω ότι δε μου την έχει στημένη ο παλιόβλαχος και ότι δεν θωπεύω μια όμορφη κοπελιά, αλλά μια γριά ελιά. Πετάγομαι ορθώς και το βάνω στα πόδια. Μα ο ζαβός, πάω και πέφτω επάνου σε κακαράντζες. Τι χνέρι ήταν αυτό; Ο περίγελος του χωριού θα γενώ, δεν θα μου τη χαρίσει. Τι να κάμω ο καημένος; Τρέχω με την ουρά στα σκέλια κατά τη στάνη. Ο Κανέλος θα την πληρώσει. «Κανέλο! Ε, Κανέλο…!»
κράκωρα: βράχια
πουριά (η): η πόρτα
χνέρι: πάθημα, ρεζιλίκι
ακαράντζα (η): κόπρανα αιγοπροβάτων