Όταν στην ηλικία των δεκαπέντε χανόμουν στα δάση προσπαθώντας «να γίνω ένα με τη φύση» (και απορούσα γιατί δεν το κατάφερνα), δεν μπορούσα να φανταστώ πόσο ήδη ενσωματωμένη της ήμουν τότε, περνώντας αναγκαστικά μια μαρτυρική εφηβεία σε έναν τόσο μικρό και αποκεντρωμένο τόπο…
Μετά από δεκαεννιά χρόνια στην Αθήνα και φλασάκια σε διάφορες μεγαλουπόλεις του εξωτερικού, με τη φύση να αποτελεί extreme sport για τους ψαγμένους του σαββατοκύριακου, και extravagant project για τους ψαγμένους της αστικής καθημερινότητας, η φαντασία μου δεν αρκούσε για να προσεγγίσω το προφανές.
Στον ακόμα μικρό και αποκεντρωμένο μου τόπο του σήμερα, πίσω στο μέλλον που ξετυλίγεται στον παιδικό μου χώρο, για τα δικά μου παιδιά και τα παιδιά των παιδικών φίλων, ένα παράλληλο σύμπαν που θα μπορούσε ή δεν θα μπορούσε να υπάρξει αν μια ή δυο ή τρεις επιλογές είχαν γίνει διαφορετικά, παρακολουθώ και εμπεδώνω.
Παρακολουθώ τη λύσσα της θάλασσας τη νύχτα να δαμάζεται από το ξημέρωμα, και ούτε γάτα ούτε ζημιά. Παρακολουθώ τις κόρες να πηγαινοέρχονται πεζή παντού, και ανακουφίζομαι. Παρακολουθώ τον εαυτό μου να τρέχει τον τουρκόδρομο πάνω απ’ τη θάλασσα στο τέταρτο που έχει σχεδόν κάθε πρωί μετά τα σχολεία και πριν τη δουλειά, και ζηλεύω τη χλιδή της στιγμής μου. Παρακολουθώ την Ελπίδα να ταΐζει ψάρια, πουλιά, γάτες, σκυλιά, με τα ψίχουλα του πρωινού κουλουριού της, και τσαντίζομαι με τις εύλογες βεβαίως πινακίδες που απαγόρεψαν στις μεγάλες μου κόρες να ταΐσουν τα ζωάκια της μωρουδιακής τους ηλικίας στα θεματικά πάρκα. Ανταμείβονται αναδρομικά οι τυχερούλες, υιοθέτησαν ατύπως τον Harley, ένα όμορφο μπασταρδόσκυλο που εγκαταλείφθηκε μάλλον πρόσφατα, και κυκλοφορούν με σκυλοτροφή στην τσέπη, στο σχολείο, στη γυμναστική, στην πλατεία, καθώς η εμβέλεια στην οποίαν αναπτύσσεται ο σκύλος είναι όση και οι κόρες, λόγω φυσικού περιορισμού. Παρακολουθώ την Άννα με την ομάδα γυμναστικής του ολοημέρου, να πεζοπορούν στους λόφους, τα δασάκια και τις παραλίες γύρω απ΄το σχολείο, μέσα σε ένα σχολικό σαρανταπεντάλεπτο. Παρακολουθώ την επιτέλους επίσκεψη στο περιβόλι με τις παρατημένες ελιές, και για φαντάσου, φέτος θα φάμε λάδι από τον πάλαι ποτέ κόπο των πρεσβυτέρων. Αφού φάγαμε τα ρόδια, τα λεμόνια και τα πορτοκάλια της αυλής, που ούτε τον κόπο να τα κλαδέψουμε δεν κάναμε, άχρηστοι μικροαστοί, αλλά αυτά μας κάνανε τη χάρη.
Και σκέφτομαι, είτε ταΐστηκα αφειδώς με αστικές χλιδές τα προηγούμενα δεκαεννιά χρόνια, και για αυτό δεν μου λείπουν, είτε πάντα μέσα μου διατηρήθηκα χωρίς να το ξέρω εκ πεποιθήσεως επαρχιωτάκι… Για φαντάσου. Αν αναλογιστώ τη φρενίτιδα με την οποία έφυγα προς το κέντρο, είναι αδιανόητο.
Όπως και να χει, επιστρέφοντας στο μέλλον που υποτίθεται ότι θα γνώριζα καλύτερα από οτιδήποτε, αφού αναπτύσσεται στο γνωριμότερό μου σκηνικό, δεν ζω σχεδόν τίποτα κατ’ αντιστοιχία, και δεν μπορώ να ανασύρω κανένα ανάλογο βίωμα. Είτε ο (0-18)χρονος υποδοχέας διέφερε ριζικά από τον παρόντα, οπότε οι προσαρτώμενες εμπειρίες είναι σχεδόν αλληλο-αποκλειόμενες, είτε το υποσυνείδητο διατηρεί ζωντανά τα στοιχεία εκείνα που απέκτησαν σημασία στην εκάστοτε πραγματικότητα, και λογικά, λόγω ηλικιακού χάσματος, δεν αντιστοιχούν.
Δεν είναι ότι δεν θυμάμαι, θυμάμαι εκνευριστικά πολλές λεπτομέρειες. Είναι το κλισεδάκι ότι δεν τα αξιολογούσα καταλλήλως. Είναι λίγο οδυνηρό να υποθέσω όμως ότι και τα δικά μου παιδιά δεν αξιολογούν καταλλήλως, και εις μάτην το βίωμα.
Και το κλισεδάκι του επιλόγου, το βίωμα δεν είναι ποτέ μάταιο, και για την περίπτωσή μου μάλλον υπερβάλω αν θεωρήσω ότι η οικειοθελής και ευπρόσδεκτη ενσωμάτωση στη φύση του μικρού και ασήμαντου τοπίσκου μου του σήμερα, είναι τυχαία. Μαζέψτε λοιπόν κορούλες, και τι θα τα κάνετε βλέπουμε.