Η Δέσποινα καθόταν στην άκρη ενός απόκρημνου γκρεμού και διέτρεχε με το βλέμμα της την θάλασσα. Κάθε μέρα, την ίδια ώρα, στο ίδιο σημείο, η ίδια συνήθεια. Ταξίδευε με τον νου, εκεί που ο δρόμος δεν μπορούσε να τη βγάλει. Θα μπορούσε να διασχίσει τα νερά, μα φοβόταν την ατελείωτη έκτασή τους και τα μυστικά που έκρυβαν τα σωθικά τους. Άλλοτε ήταν γαλάζια και κρυστάλλινα σαν τα μάτια της και άλλοτε σκοτεινά και ζοφερά σαν τις σκέψεις της. Τις μέρες που ήταν μελανά, κουνούσε το κεφάλι της και έσφιγγε τα μάτια για να αποδιώξει τις σκέψεις, με την ελπίδα να τα δει και πάλι γαλάζια. Μα τίποτα! Ήταν τόσο βαθιά ριζωμένες μέσα της, που έφευγε για να μην τα αντικρίζει.
Εκείνη η μέρα όμως δεν ήταν σαν αυτές. Κάτω, η ακρογιαλιά δεν ήταν άδεια. Είχε έρθει το καλοκαίρι και μαζί του είχε φέρει τη μοναδική συντροφιά της. Ο γέρος με την άσπρη γενειάδα και τα ψαρά μαλλιά, είχε επιστρέψει για να απαλύνει τη μοναξιά της. Έπαιζε στα ροζιασμένα του χέρια, το ίδιο κομπολόι από κεχριμπάρι και ατένιζε το πέλαγος. Καμιά φορά γυρνούσε το κεφάλι του ψηλά και κοιτούσε προς το μέρος της. Έδειχνε και αυτός ότι βασανιζόταν όπως και εκείνη, γι’ αυτό και η Δέσποινα τον συμπαθούσε. Γιατί δεν είχε ξεχάσει. Είχε να μιλήσει χρόνια σε άνθρωπο, από τότε που την απομόνωσαν γιατί δεν είχε μοιραστεί μαζί τους τον πόνο. Μα δεν την ένοιαζε. Δεν τους είχε ανάγκη. Τον μοιραζόταν μαζί του.
Ο γέρος όπως κάθε χρόνο έτσι και εφέτος ακολουθούσε την ίδια ιεροτελεστία πριν ρίξει τη βάρκα στα νερά. Στροβιλιζόταν γύρω της για να ελέγξει το ξύλο αν ήταν ακόμα σε καλή κατάσταση, άλλωστε είχε περάσει ένας χρόνος που το σκαρί είχε μείνει στη στεριά. Έπειτα χτένιζε με τα χέρια του το χιλιομπαλωμένο πανί για να δει αν θα άντεχε σε μπόρα και ύστερα έκανε τον σταυρό του και επιβιβαζόταν. Όχι, δεν ήταν ψαράς. Ονειροπόλος ήταν. Γύρευε σε πόσα λιμάνια είχε ρίξει άγκυρα. Καπετάνιος ήταν. Μα τώρα ταξίδευε με το μυαλό.
Ήθελε και εκείνη να νιώσει την ηδονή της ελευθερίας, μα ο φόβος της ζωής την κρατούσε αγκιστρωμένη εκεί. Έπρεπε όμως να παλέψει με τους δαίμονες της και να νικήσει. Η Δέσποινα αρχικά απέστρεψε το κεφάλι και έπειτα αναθάρρησε. Άρχισε να τρέχει μέχρι που τα γυμνά της πόδια ακούμπησαν τα τσιμεντένια σκαλοπάτια που θα την οδηγούσαν κάτω στην ακρογιαλιά και τη θάλασσα και θα την έφερναν πιο κοντά στο πρώτο της ταξίδι. Το σβολιασμένο τσιμέντο καθώς κατέβαινε τρυπούσε τα τρυφερά της πέλματα, όπως ο φόβος την καρδιά της. Όταν όμως ένιωσε τη δροσιά και τη μεταξένια υφή της θάλασσας, αγαλίασε.
Ο γέρος γύρισε και την κοίταξε. Τόσο καιρό περίμενε να ακούσει αυτόν τον παφλασμό. Δεν την είχε ματαδεί από τόσο κοντά. Ωστόσο, σάστισε στη θέα του παραδομένου της κορμιού στην αγκαλιά της θάλασσας, γιατί ήξερε. Και πώς να μην ήξερε. Αυτός ήταν ο καπετάνιος του πλοίου που οδήγησε τον αδελφό της στον θάνατο. Σε αυτόν δούλευε μερόνυχτα στο κατάστρωμα, όχι για τα χρήματα, αλλά από αγάπη. Από αγάπη για την πλανεύτρα θάλασσα που κατάλαβε τον έρωτά του για δαύτη και τον τύλιξε στα δίχτυα της, οδηγώντας τον στα σπλάχνα της. Από τότε ο γέρος σταμάτησε να ανοίγεται. Έφτανε μέχρι εκεί που έβλεπε στεριά. Και ήταν πάντα ο ίδιος, καπετάνιος και πλήρωμα.
Η Δέσποινα ανέβηκε στη βάρκα, συνεπιβάτης στο ταξίδι της λήθης. Δεν αντάλλαξαν κουβέντα, δε χρειαζόταν. Αυτή τη φορά κανείς δεν μπορούσε να θωρήσει τη στεριά. Είχε χαθεί. Ουρανός και θάλασσα, σκίτσο ενός πορτρέτου, γινήκαν ένα με ενωτικό μια διάφανη ραφή.
Η Δέσποινα με τα ακροδάχτυλά της άγγιζε την επιφάνεια και αντάριαζε τα νερά, δημιουργώντας ένα λευκό μονοπάτι ξωπίσω. Μα για κακή της τύχη η θάλασσα τη γεύτηκε και την εθέλησε. Αυτή η πλανεύτρα, η αχόρταγη, η αδηφάγα γλυκάθηκε και θέλησε και άλλο. Το χρωστούσε σε εκείνον βλέπεις, που τόσο την αγάπησε, να μην τον αφήσει μόνο.
Πήρε το σκοτεινό της βλέμμα και ανατάραξε το γαλάζιο φόρεμά της. Η Δέσποινα και ο γέρος βρέθηκαν να χορεύουν στους ρυθμούς της. Κύματα σηκώθηκαν σαν χέρια για να τους αδράξουν, μα εκείνοι υπέμειναν της μοίρας το γραμμένο. Ιστορίες αρχίνισαν να λένε για το παρελθόν. Για ‘κείνο το στερνό ταξίδι, πως ήταν να μη γίνει. Είχε ξεχαστεί από τη γλύκα του σπιτιού και είχε ξεμείνει πίσω, μα πλοίο δίχως καπετάνιο δε φεύγει. Και έτσι η Δέσποινα στις αναμνήσεις του συνταξιδιώτης γίνηκε και από τότε κανείς ξανά δεν τους ματάδε… στις γλυκόπικρες αναμνήσεις βουλιάξαν και χαθήκαν στης θάλασσας την απέραντη άπλα.