Αν και η Χρυσηίδα Δημουλίδου είναι μία από τις αγαπημένες μου συγγραφείς “φλέρταρα” για αρκετό διάστημα με το εν λόγω βιβλίο μέχρι να αποφασίσω να χαθώ τελικά στις σελίδες του. Ο λόγος, για άλλη μία φορά, το μέγεθός του – 600 σελίδες που αρχικά μου φάνηκαν αποθαρρυντικές αλλά τελικά δεν με χόρτασαν. Η ανάγνωση ολοκληρώθηκε και παρ’όλο που επήλθε η λύτρωση για τις ηρωίδες και δόθηκε το τέλος που τους άξιζε, λυπήθηκα πραγματικά που η ιστορία αυτή είχε πια φτάσει στο τέρμα.
Τρεις γυναίκες που ξεκινούν από το μηδέν ή ίσως και ακόμα χαμηλότερα και παλεύουν να κατακτήσουν την ευτυχία, να πραγματοποιήσουν άπιαστα όνειρα, να γίνουν και κυρίως να νιώσουν πραγματικά ελεύθερες. Τρεις αδελφές που συνδέονται με άρρηκτους δεσμούς και ανομολόγητες πράξεις, χωρίζονται για χρόνια κυνηγώντας τη ζωή η καθεμιά σε διαφορετική κατεύθυνση. Η μοίρα όμως όπως πάντα έχει τα δικά της σχέδια και το τέλος τις βρίσκει ενωμένες να μάχονται ενάντια στο στοιχειωμένο παρελθόν τους.
Η ιστορία, βαθειά συγκινητική, σε παρασύρει να γευτείς στο μέγιστο τις ζοφερές απάνθρωπες στιγμές που βίωσαν οι ηρωίδες, τον πόνο του σώματος και ιδιαίτερα της ψυχής τους που για χρόνια προσπαθούν να απαλύνουν. Είναι ένα συγκλονιστικό βιβλίο, γεμάτο αντιφατικές εικόνες, έντονα συναισθήματα και δυνατές προσωπικότητες. Είναι ένα πολύ αληθοφανές παραμύθι και σας προκαλώ να το απολαύσετε…
Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου
Δεκαετία του ’60. Σ’ένα μικρό χωρίο της Μεσσηνίας, τρεις αδελφές, η Δήμητρα, η Αναστασία και η Μυρτώ, μεγαλώνουν στη σκιά ενός πατέρα αφέντη και μιας μάνας που δεν έχει λόγο. Η μόνη έξοδός τους είναι κάθε Κυριακή για την εκκλησία και στο πανηγύρι του χωριού, μία φορά τον χρόνο. Οι καιροί σκληροί, αλλά οι πράξεις σκληρότερες.
Και μία μέρα ο πατέρας τις εγκαταλείπει και εξαφανίζεται. Το κοινωνικό στίγμα είναι βαρύ για την οικογένεια που άφησε πίσω του, όμως μαζί έρχεται και η λύτρωση από τους αυστηρούς κανόνες που έχει επιβάλει. Σταδιακά τα κορίτσια ξενιτεύονται σε τρεις διαφορετικές ηπείρους και με τον καιροί οι οικογενειακοί δεσμοί κόβονται. Σχεδόν τριάντα χρόνα αργότερα ένα τηλεφώνημα από την πατρίδα θα ταράξει τη μέχρι τότε ήρεμη ζωή τους. Η επιστροφή στο χωριό τους γίνεται επιτακτική και ο επικείμενος θάνατος της μάνας που άφησαν ολομόναχη χωρίς να ενδιαφερθούν γι’αυτήν θα τις φέρει αντιμέτωπες με μυστικά και αλήθειες που απέκρυψαν.
Τι συνέβη και τις παράτησε ο πατέρας τους; Γιατί εγκατέλειψαν τη μάνα τους στην τύχη της; Γιατί το πατρικό τους δεν πρέπει να φύγει από τα χέρια τους; Ποιο μυστικό κρύβει το κελάρι στο υπόγειο του σπιτιού; Οι τρεις αδελφές πάνω από την ετοιμοθάνατη μάνα κάνουν μόνο μία ερώτηση: “Μάνα, όλα αυτά τα χρόνια γιατί δεν καθάρισες την ντροπή;”