Όντας από τους τυχερούς που τελείωσαν σχετικά νωρίς με την εξεταστική ήθελα να αφιερώσω πολύ από τον χρόνο που είχα για τον εαυτό μου στο να δω ταινίες. Ήρθα, όμως, αντιμέτωπη με ένα πρόβλημα. Είμαι από αυτούς που δεν μπορούν να δουν μόνοι τους ταινίες τρόμου, γιατί φοβούνται. Έτσι, λοιπόν, αποφάσισα να πάω σε μια κινηματογραφική κατηγορία συγγενική με αυτή του τρόμου και κατέληξα να βλέπω το Berlin Syndrome. Αν είσαι άνω των 18, γιατί η ταινία αυτή έχει σκηνές βίας και σεξ, συνέχισε την ανάγνωση και ίσως θελήσεις να την δεις και εσύ.
Η Clare (Teresa Palmer) είναι φωτογράφος και αποφάσισε να πάει μόνη της διακοπές στη Γερμανία. Εκεί τυχαία γνώρισε τον Andi (Max Riemelt), έναν Γερμανό καθηγητή αγγλικών. Η έλξη ανάμεσά τους είναι φανερή από την πρώτη τους συνάντηση με αποτέλεσμα σύντομα να περάσουν μια νύχτα μαζί. Η ρομαντική, όμως, αυτή ιστορία θα πάρει γρήγορα άσχημη τροπή, όταν ο Andi κλειδώνει την Clare στο σπίτι του για να μην φύγει και να μείνουν μαζί για πάντα.
Καταρχάς, θα πρέπει να σημειωθεί το λογοπαίγνιο ανάμεσα στον τίτλο της ταινίας και το σύνδρομο της Στοκχόλμης. Η ταινία έχει ως βασικό θέμα το σύνδρομο της Στοκχόλμης, δηλαδή τα αισθήματα συμπάθειας ακόμα και αγάπης που μπορεί να αναπτύξει το θύμα προς τον απαγωγέα του. Καθώς βλέπουμε κάτι τέτοιο να συμβαίνει και αφού η δράση λαμβάνει χώρα στο Βερολίνο, έγινε αντικατάσταση της μιας πόλης με την άλλη στο όνομα του συγκεκριμένου συνδρόμου. Συνεπώς, ο θεατής που αντιλήφθηκε το λογοπαίγνιο κατάλαβε και το θέμα της ταινίας πριν καν την δει.
Σκηνοθέτης, αλλά και βοηθός στην συγγραφή του σεναρίου, είναι η Cate Shortland. Πρόκειται για μια αναγνωρισμένη και διακεκριμένη στον τομέα της Αυστραλέζα με γνωστότερο έργο της το Lore. Έτσι, λοιπόν, δεν προκαλεί εντύπωση το γεγονός ότι υπάρχουν αρκετά θετικά στοιχεία στην ταινία. Καταρχάς, από την αρχή υπάρχουν πλάνα που θυμίζουν ταινίες τρόμου, γιατί δίνουν την αίσθηση ότι κάποιος παρακολουθεί την πρωταγωνίστρια, καθώς την βλέπουμε από μακριά, από ψηλά και από πίσω. Βέβαια, είναι και ορισμένα που θα μπορούσαν να είχαν παραληφθεί, επειδή είναι πολύ κοντινά σε μη ουσιώδη σημεία του σώματος και μπερδεύουν τον θεατή, αφού δεν καταλαβαίνει τι βλέπει. Ως παράδειγμα μπορεί να τεθεί το πλάνο που δείχνει τα μαλλιά της Clare ενώ σκύβει για να κλείσει το σακίδιό της για να βγει από το μετρό. Η αίσθηση του θρίλερ ενισχύεται ακόμα περισσότερο, όταν ο Andi πηγαίνει την Clare στο σπίτι του. Πέρα από το γεγονός ότι πηγαίνουν τη νύχτα, ώρα που συνήθως συμβαίνουν τρομακτικά και σατανικά γεγονότα, το εξωτερικό περιβάλλον και το ίδιο το κτίριο προειδοποιούν για την άσχημη εξέλιξη της ιστορίας, καθώς πρόκειται για ερημωμένη περιοχή, για εγκαταλελειμένο και σε άσχημη κατάσταση κτίριο, απόλυτη ησυχία που σπάει μόνο από το κρώξιμο κορακιών.
Από θέμα υποκριτικής, η ταινία είναι άριστη. Οι ηθοποιοί είναι ρεαλιστικοί και πειστικοί. Τόσο μέσα από την γλώσσα του σώματος όσο και από τις εκφράσεις τους γίνονται εμφανή τα αισθήματά τους σε κάθε στιγμή είτε πρόκειται για αμηχανία και ντροπαλότητα είτε για φόβο και οργή. Δεν φοβούνται να κλάψουν ή να φωνάξουν, αντιδράσεις αναμενόμενες για καταστάσεις τόσο ακραίες όσο αυτές που απεικονίζονται στην οθόνη. Το μόνο ελάττωμα που θα μπορούσε κανείς να προσάψει είναι ίσως ότι στην αρχή η Teresa Palmer θυμίζει αρκετά την Kristen Steward ως Bella Swan, καθώς είναι ντροπαλή και αμήχανη κοπέλα χωρίς πολύ αυτοπεποίθηση προς τον εαυτό της και το σώμα της, αλλά χαρακτηρίζεται ταυτόχρονα από θάρρος, καθώς πήρε την απόφαση να ταξιδέψει μόνη της σε μια ξένη χώρα.
Υπάρχουν, όμως, και ορισμένα άλλα αρνητικά που δεν γίνεται να παραληφθούν. Αρχικά, πρόκειται για μια ταινία που πέρα από τα αγγλικά, μια γλώσσα που ο περισσότερος κόσμος γνωρίζει, χρησιμοποιούνται και τα γερμανικά και μάλιστα σε αρκετά και σημαντικά σημεία, όπως είναι αυτά που ο Andi συζητά με τον πατέρα του. Στα σημεία, όμως, αυτά δεν δίνονται υπότιτλοι με αποτέλεσμα όσοι δεν ξέρουν γερμανικά να χάνουν χρήσιμες και σπουδαίες πληροφορίες για τους χαρακτήρες και την εξέλιξη της ιστορίας. Παράλληλα, η ταινία ως θρίλερ δεν ξεφεύγει από τα κλισέ του είδους. Το ότι η πρώτη προσπάθεια απόδρασης δεν πετυχαίνει ή ότι κανείς δεν τηλεφωνεί στην αστυνομία είναι μερικά από τα κλισέ που θα πρέπει να αποδεχτεί ο θεατής.
Συνοπτικά, αν και εντοπίζονται αρκετά αρνητικά σε όλη την διάρκεια της ταινίας, το Berlin Syndrome χαρακτηρίζεται από πρωτοτυπία, καθώς από ρομαντική εξελίσσεται σε θρίλερ, και προσεγγίζει το αμφιλεγόμενο και δύσκολα κατανοητό από πολλούς θέμα του συνδρόμου της Στοκχόλμης.