Τί είναι το χρήμα και ποιός ο ρόλος των τραπεζών?
Ορθό θα ήταν για αρχή να δώσουμε έναν ορισμό όσο αυτό είναι δυνατόν για το τί είναι χρήμα πριν πούμε το οτιδήποτε. Έτσι λοιπόν ως χρήμα λογίζεται ένα αγαθό ή ένα αντικείμενο με συμβολική αξία που χρησιμεύει ως μέσο πληρωμής. Το μέσο πληρωμής είναι ένας τρόπος εξόφλησης μίας οφειλής. Με την ολοκλήρωση της πληρωμής ικανοποιούνται όλες οι υποχρεώσεις των συναλλασόμενων μερών. Όμως το χρήμα δεν περιορίζεται μόνο ως μέσο πληρωμής, αλλά έχει άλλες τρεις λειτουργίες : Ως μέσο συναλλαγής, ως λογιστική μονάδα αλλά και ως μέσο διατήρησης αξιών. Πάμε λοιπόν να δούμε αναλυτικά τις μορφές αυτές.
Αρχικά αν εξετάσουμε το χρήμα ως μέσο συναλλαγής, τότε μιλάμε για ένα αντικείμενο γενικά αποδεκτό ως αντάλλαγμα έναντι αγαθών ή υπηρεσιών διότι αν δεν υπήρχε το χρήμα τότε θα ανταλλάζαμε απ΄ευθείας τα αγαθά και τις υπηρεσίες με άλλα αγαθά και υπηρεσίες αντίστοιχα, κάτι το οποίο λέγεται αντιπραγματισμός. Ο αντιπραγματισμός ο οποίος απαιτεί μια διπλή σύμπτωση αναγκών και επειδή η οικονομία δεν δουλεύει με συμπτώσεις αλλά με αποδείξεις θα είχαμε εν τέλει πολλά εμπορικά και πιστωτικά προβλήματα χωρίς ρευστό.
Από την άλλη πλευρά αν εξετάσουμε το χρήμα ως λογιστική μονάδα τότε πολύ απλά μιλάμε για κόστος ευκαιρίας. Δηλαδή κατά πόσο η αγορά ή η απόλαυση ενός αγαθού ή μίας υπηρεσίας γίνεται εις βάρος κάποιας άλλης δραστηριότητας που θα μας ικανοποιούσε περισσότερο. Για παράδειγμα αν ένα εισητήριο στο θέατρο κοστίζει εννέα ευρώ και ο καφές στην καφετέρια της γειτονιάς σας κοστίζει ένα ευρώ, τότε μια βραδιά στο θέατρο κοστίζει εννέα καφέδες. Εκεί λοιπόν είναι που ο καταναλωτής πρέπει να αποφασίσει πού θα διαθέσει το εισόδημά του. Ενώ για την τρίτη χρήση του, δηλαδή ως μέσο διατήρησης αξιών, εννοούμε ότι το χρήμα μπορεί να κρατηθεί προσωρινά και να ανταλλαχθεί αργότερα με αγαθά και υπηρεσίες. Έτσι κι αλλιώς αν δεν ήτανε μέσο διατήρησης αξιών δεν θα μπορούσε να χρησιμεύσει και ως μέσο πληρωμής.
Επιπλέον ως χρήμα μπορούμε να θεωρήσουμε και τις καταθέσεις σε τράπεζες, επειδή μπορούν να ματατραπούν αυτομάτως σε μετρητά και χρησιμεύουν άμεσα για την εξόφληση χρεών. Αντίθετα οι επιταγές, οι χρεωστικές και πιστωτικές κάρτες δεν είναι χρήμα, με τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα που τις διακινούν και διατηρούν τα κεφάλαια να παίζουν πολύ σημαντικό ρόλο στην οικονομική ζωή, τον τρόπο λειτουργίας των οποίων θα αναλύσουμε ευθύς αμέσως.
Ένα χρηματοπιστωτικό ίδρυμα λοιπόν είναι μία επιχείρηση ουσιαστικά που δέχεται καταθέσεις από επιχειρήσεις και νοικοκυριά και εξασφαλίζει το μεγαλύτερο μέρος του εισοδήματός του από την πληρωμή χαμηλότερων τόκων στους καταθέτες σε σχέση με τους τόκους που κερδίζει από δάνεια. Έτσι λοιπόν έρχεται αμέσως μετά στο μυαλό κάποιου ποιά είναι τα οικονομικά οφέλη που περέχουν τα ιδρύματα αυτά.
Πρώτον δημιουργούν ρευστότητα επειδή δανείζονται βραχυπρόθεσμα και δανείζουν μακροπρόθεσμα, δέχονται καταθέσεις και είναι σε θέση,υπό συνθήκες μή κρίσης, να τις επιστρέψουν όταν τις ζητάει ο καταθέτης και παρέχουν δάνεια πολλών ετών. Δεύτερον διαμοιράζουν τον κίνδυνο σε μία οικονομία, δηλαδή δανείζουν σε πολλά άτομα ταυτόχρονα ώστε σε περίπτωση που χρεοκοπήσει ένα από αυτά να μην επηρεαστεί η οικονομία. Στην περίπτωση όμως που χρεοκοπήσουν όλοι οι δανειζόμενοι μαζί τότε πολύ απλά χρεοκοπεί η τράπεζα και δημιουργούνται χρηματοπιστωτικές κρίσιες. Τρίτον μειώνουν το κόστος δανεισμού επειδή δέχονται καταθέσεις από μεγάλο αριθμό ατόμων αλλά διαμοιράζουν για παράδειγμα σε ένα δάνειο το κόστος αυτής της δραστηριότητας σε μεγάλο αριθμό δανειοληπτών. Ενώ ως τέταρτο όφελος που παρέχουν είναι ότι μειώνουν το κόστος παρακολούθησης των δανειοληπτών υπό το πρίσμα ότι χάρη στην παρακολούθηση των αυτών, ο δανειοδότης μπορεί να πάρει κάποιες αποφάσεις που μειώνουν το κίνδυνο αφερεγγυότητας αυτών.
Όμως επειδή η κατάρρευση μιας μεγάλης τράπεζας έχει ολέθριες επιπτώσεις για το σύνολο του χρηματοπιστωτικού συστήματος και την οικονομία, αναγκαίες μοιάζουν οι ρυθμίσεις οι οποίες θα αποβλέπουν στην μείωση του κινδύνου κατάρρευσης αυτού. Έτσι προκειμένου να μειώσουν τον κίνδυνο τραπεζικής χρεοκοπίας οι τράπεζες προνοούν να διατηρούν επίπεδα διαθέσιμων και ιδίων κεφαλαίων που να είναι ίσα ή υψηλότερα από τα επίπεδα που επιβάλλουν οι εκάστοτε νομοθετικές ρυθμίσεις.
Έτσι λοιπόν στο σήμερα ελέω της χρηματοπιστωτικής κρίσης οι τράπεζες δεν διαθέτουν τα απαραίτητα διαθέσιμα και κεφάλαια με αποτέλεσμα να έχουμε έλλειψη ρευστότητας στις ελληνικές τράπεζες, φυγή καταθέσεων από επενδύσεις και μια οικονομία αφερέγγυα προς τις παγκόσμιες αγορές σε συνδυασμό με μια Ευρώπη που θέλει την Ελλάδα οικονομικά ισοπεδωμένη για να την έχει του χεριού της, αλλά πάντα μέσα στο ευρώ, δίχως να καταλαβαίνουν πως μακροπρόθεσμα δεν κάνουν κακό προφανώς μόνο στην ελληνική οικονομία αλλά και στο ίδιο το ευρώ.